Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καρχαρ-όδους

См. также в других словарях:

  • λευκόδους — ο, η αυτός που έχει λευκά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ὀδούς (πρβλ. καρχαρ όδους)] …   Dictionary of Greek

  • χαυλιόδους — οντος, ο / χαυλιόδους, ουν, ΝΜΑ, και χαυλιόδοντας Ν το αρσ. ως ουσ. ονομασία για τα δόντια μερικών θηλαστικών, όπως είναι οι κοπτήρες τού ελέφαντα και οι κυνόδοντες τού οδοβαίνου ή τών αγριοχοίρων, τα οποία έχουν μεγάλο μέγεθος, αλλά και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»