-
1 καρχαρ-όδους
καρχαρ-όδους, οντος, scharfzahnig, mit scharfen, spitzen Zähnen; κύνες Il. 10, 360. 13, 198; ἅρπη Hes. Th. 180; καρχαρόδουν ζῷον Arist. part. an. 3, 1, wo es ὀξεῖς καὶ ἐπαλλάττοντας ὀδόντας ἔχον erkl. wird; τὰ καρχαρόδοντα Opp. Cyn. 3, 262. Kleon heißt so Ar. Vesp. 1031, vgl. Equ. 1017.
-
2 καρχαρόδους
καρχαρ-όδους, οντος, u. καρχαρ-όδων, οντος, scharfzahnig, mit scharfen, spitzen Zähnen
См. также в других словарях:
λευκόδους — ο, η αυτός που έχει λευκά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ὀδούς (πρβλ. καρχαρ όδους)] … Dictionary of Greek
χαυλιόδους — οντος, ο / χαυλιόδους, ουν, ΝΜΑ, και χαυλιόδοντας Ν το αρσ. ως ουσ. ονομασία για τα δόντια μερικών θηλαστικών, όπως είναι οι κοπτήρες τού ελέφαντα και οι κυνόδοντες τού οδοβαίνου ή τών αγριοχοίρων, τα οποία έχουν μεγάλο μέγεθος, αλλά και… … Dictionary of Greek