-
1 καρφο-ειδής
καρφο-ειδής, ές, dem κάρφος ähnlich, so dünn, wie trockene Reiser, Sp.
-
2 καρφοειδής
καρφο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρφοειδής
-
3 καρφοειδής
καρφο-ειδής, ές, dem κάρφος ähnlich, so dünn, wie trockene Reiser
См. также в других словарях:
κεφαλοειδής — ές (Α κεφαλοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα κεφαλιού, αυτός που μοιάζει με κεφάλι («λοβὸς κεφαλοειδής», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ειδής (< είδος), πρβλ. καρφο ειδής, τραπεζο ειδής] … Dictionary of Greek