Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καρυωτός

См. также в других словарях:

  • καρυωτός — καρυωτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σχήμα καρύου 2. φρ. α) «καρυωτός φοίνιξ» ο καρπός τής χουρμαδιάς, ο χουρμάς β) «φιάλη καρυωτή» φιάλη που έχει στο κάτω μέρος στηρίγματα με σχήμα καρυδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ωτός (πρβλ. ραβδ ωτός, συκ… …   Dictionary of Greek

  • Eukaryoten — Sonnentierchen Acanthocystis turfacea Systematik Klassifikation: Lebewesen Domäne …   Deutsch Wikipedia

  • κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»