-
1 καρυκεύσαι
-
2 καρυκεῦσαι
См. также в других словарях:
καρυκεῦσαι — καρυκεύω dress with rich sauce aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 καρυκεύσαι
2 καρυκεῦσαι
καρυκεῦσαι — καρυκεύω dress with rich sauce aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)