-
1 καρυατιζω
-
2 Καρυατις
См. также в других словарях:
καρυατίζω — (AM) παίζω παιδικό παιχνίδι με καρύδια αρχ. χορεύω τον χορό Καρυάτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον, με σχηματισμό κατά τα σε ατίζω] … Dictionary of Greek
καρυατιζόμενον — καρυατίζω play with nuts pres part mp masc acc sg καρυατίζω play with nuts pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυατιζόντων — καρυατίζω play with nuts pres part act masc/neut gen pl καρυατίζω play with nuts pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυατίζειν — καρυατίζω play with nuts pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυατίζοντες — καρυατίζω play with nuts pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρυατιζόμενον — Καρυᾱτιζόμενον , Καρυατίζω play with nuts pres part mp masc acc sg Καρυᾱτιζόμενον , Καρυατίζω play with nuts pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρυατιζόντων — Καρυᾱτιζόντων , Καρυατίζω play with nuts pres part act masc/neut gen pl Καρυᾱτιζόντων , Καρυατίζω play with nuts pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek
καρυδίζω — (Μ) καρυατίζω*, παίζω τα καρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδιον + κατάλ. ίζω (πρβλ.βοταν ίζω, λακων ίζω)] … Dictionary of Greek
Καρυατίζειν — Καρυᾱτίζειν , Καρυατίζω play with nuts pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρυατίζοντες — Καρυᾱτίζοντες , Καρυατίζω play with nuts pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)