Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καρτερῷ

См. также в других словарях:

  • καρτερώ — και καρτεράω καρτέρησα και καρτέρεσα 1. υπομονεύω, κάνω υπομονή: Καρτέρα λίγο και όλα θα διορθωθούν. 2. περιμένω κάποιον: Ποιον καρτεράς εδώ; 3. αναμένω, κάνω καρτέρι: Αν πας, Μαλάμω μ , για νερό, κι εγώ στη βρύση καρτερώ (δημ. τραγ.). 4. «Κάλλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… …   Dictionary of Greek

  • καρτερώ — καρτεράω / καρτερώ (παρατατ. ούσα) βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καρτερῶ — καρτερέω to be steadfast pres subj act 1st sg (attic epic doric) καρτερέω to be steadfast pres ind act 1st sg (attic epic doric) καρτερός strong masc/neut gen sg (doric aeolic) καρτερόω strengthen pres subj act 1st sg καρτερόω strengthen pres ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερῷ — καρτερός strong masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερώ — καρτερός strong masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαρτερώ — καρτερώ* η προστακτική ακαρτέρει ως επίρρημα («κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά», Σολωμός) …   Dictionary of Greek

  • ακαρτέρητος — η, ο (Α ἀκαρτέρητος, ον) [καρτερῶ] 1. αυτός που δεν δείχνει καρτερία, ανυπόμονος 2. πρόθυμος, ζωηρός νεοελλ. απροσδόκητος, αναπάντεχος αρχ. ο ανυπόφορος …   Dictionary of Greek

  • ακροκαρτερώ — περιμένω για λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + καρτερώ] …   Dictionary of Greek

  • αναμένω — (Α ἀναμένω) 1. περιμένω, καρτερώ κάτι ή κάποιον 2. προσδοκώ, προσμένω, ελπίζω νεοελλ. μένω, υπολείπομαι αρχ. 1. αναβάλλω, βραδύνω 2. παραμένω 3. υπομένω, περνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μένω. ΠΑΡ. αναμονή] …   Dictionary of Greek

  • απαντέχω — (Μ ἀπαντέχω) περιμένω, προσδοκώ, ελπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. απαντέχω < αρχ. υπαντέχω «υπομένοντας κάτι αντέχω», απ όπου «υπομένω, καρτερώ, ελπίζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»