Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καρτερῶν

См. также в других словарях:

  • καρτερῶν — καρτερέω to be steadfast pres part act masc nom sg (attic epic doric) καρτερός strong fem gen pl καρτερός strong masc/neut gen pl καρτερόω strengthen pres part act masc voc sg (doric aeolic) καρτερόω strengthen pres part act neut nom/voc/acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρτέρωνα — Καρτέρων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Carteron — CARTĔRON, ŏnis, Gr. Καρτέρων, ονος, (⇒ Tab. XIX.) einer von den vielen Söhnen des Lykaons, welche Jupiter endlich ihrer Bosheit halber, mit dem Blitze erschlug undverbrannte. Apollod. lib. II. c. 8. §. 1 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • καρτερούντως — (Α) επίρρ. με καρτερία, καρτερικά, θαρραλέα («παρατεταγμένως καὶ καρτερούντως ἀμυνομένων τὴν τύχην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. καρτερῶν, οῦντος (καρτερῶ), πρβλ. αρκ ούντως] …   Dictionary of Greek

  • Λαχανά, δήμος — Νέος δήμος (3.779 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Καρτερών, Λαχανά, Λευκοχωρίου, Νικοπόλεως και Ξυλοπόλεως, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • Στεφάνια — Ορεινός οικισμός (114 κάτ., υψόμ. 500 μ.), στην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καρτερών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»