Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καρτερό-θῡμος

См. также в других словарях:

  • λιπόθυμος — η, ο αυτός που λιποθύμησε. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + θυμός (πρβλ. καρτερό θυμος, οξύ θυμος). Ο τ. πλάστηκε στους νεώτερους χρόνους προφανώς κατ επίδραση τών αρχ. λιποθυμώ, λιποθυμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Νικ …   Dictionary of Greek

  • μακρόθυμος — η, ο (AM μακρόθυμος, ον, Μ και μακρύθυμος, ον) 1. υπομονητικός, ανεκτικός («κύριος ὁ Θεός... μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός», ΠΔ) 2. άκακος, αμνησίκακος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακρόθυμον η μακροθυμία, η ανεκτικότητα. επίρρ... μακροθύμως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»