-
1 καρτεραίχμης
A v. κρατερ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρτεραίχμης
-
2 κρατερ-αίχμης
κρατερ-αίχμης, ὁ, s. καρτεραίχμης, u. so die ähnlichen Zusammensetzungen.
-
3 καρτεραίχμαν
καρτεραίχμᾱν, καρτεραίχμηςmasc acc sg (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
καρτεραίχμης — καρτεραίχμης, ὁ (Α) κρατεραίχμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + * αίχμης (< αἰχμή)] … Dictionary of Greek
καρτεραίχμαν — καρτεραίχμᾱν , καρτεραίχμης masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)