-
1 καρπώι
-
2 καρπῶι
См. также в других словарях:
καρπῶι — καρπῷ , καρπός 1 fruit masc dat sg καρπῷ , καρπός 2 wrist masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 καρπώι
2 καρπῶι
καρπῶι — καρπῷ , καρπός 1 fruit masc dat sg καρπῷ , καρπός 2 wrist masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)