Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καρπήσιον

См. также в других словарях:

  • καρπήσιον — an aromatic plant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπησίου — καρπήσιον an aromatic plant neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπησίῳ — καρπήσιον an aromatic plant neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CARPESIUM — Graece Κιρπήσιον, aromatis genus apud Galenum, quod festucas ait esse tenues surculis summis cinnamomi similes, parique virtute facit praditum cum cinnamomo: ἀντὶ κοναμώμου καρπήσιον. Item, ἀντι κιναμώμου κασίας διπλοῦν ἢ τὸ καρπήσιον. Hodie quid …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καρπήσιος — καρπήσιος, ία, ον (AM) μσν. καρποφόρος αρχ. 1. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) ἡ καρπησία ή τὸ καρπήσιον αρωματικό φυτό 2. το θηλ. ως ουσ. βαμβάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + ήσιος (πρβλ. γενετ ήσιος, ετ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • καρπησίων — καρπέω fut part act masc nom sg (doric) καρπήσιον an aromatic plant neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»