-
1 καρπόφυλλον
καρπό-φυλλον, τό,A = δάφνη Ἀλεξανδρεία, Plin.HN15.131.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπόφυλλον
См. также в других словарях:
φυλλοτόκος — ον, Α αυτός που βγάζει, που εκφύει φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ἐλαιο τόκος, καρπο τόκος] … Dictionary of Greek