-
61 δί-καρπος
-
62 ξηρό-καρπος
ξηρό-καρπος, mit trocknen Früchten, Theophr.
-
63 λεπτό-καρπος
λεπτό-καρπος, mit dünner, feiner Frucht, Diosc.
-
64 λευκό-καρπος
λευκό-καρπος, mit weißer Frucht, Theophr.
-
65 αὐτό-καρπος
αὐτό-καρπος, von selbst Frucht bringend, B. A. 464.
-
66 μᾱνό-καρπος
μᾱνό-καρπος, mit einzelnen, zerstreuten Früchten (?).
-
67 μῡριό-καρπος
μῡριό-καρπος, mit unzähligen Früchten, φυλλάς, Soph. O. C. 682.
-
68 ὀπισθό-καρπος
ὀπισθό-καρπος, die Frucht hinter dem Blatte tragend, Theophr.
-
69 ὀψί-καρπος
ὀψί-καρπος, spät Frucht tragend; Plut. an seni 10; Theophr.
-
70 ὀμφαλό-καρπος
ὀμφαλό-καρπος, mit nabelförmiger Frucht, Diosc.
-
71 ἀμφί-καρπος
ἀμφί-καρπος, auf beiden Seiten Früchte habend, Theophr.
-
72 ἀκρό-καρπος
ἀκρό-καρπος, die Früchte oben habend, φοίνιξ, Theophr.
-
73 ἀγλαό-καρπος
ἀγλαό-καρπος, mit schönen Früchten, Hom. μηλέαι, Od. 7, 115. 11, 589; Σικελία Pind. frg. 73; ἐλαῖαι Hom. H. Cer. 23 (wie Opp. H. 4, 272; vgl. darüber Plut. Symp. 5, 8); doch ist ἑταῖραι vorzuziehen, in der Bdtg wie auch v. 4 Δημήτηρ die schöne Früchte verleihende heißt (so auch Orph. H. 1, 6; Νύμφαι ib. 51), u. Θέτις bei Pind. N. 3, 56 (ed. II. Böckh.), wo nicht an schönhändig zu denken, sondern die schöne Kinder gebärende.
-
74 ἀεί-καρπος
ἀεί-καρπος, stets Früchte tragend (?).
-
75 ἀ-μαυρό-καρπος
ἀ-μαυρό-καρπος, mit dunkeln, schwarzen Früchten, Theophr.
-
76 ὀλιγό-καρπος
ὀλιγό-καρπος, mit wenigen Früchten, D. H. 1, 29.
-
77 ἁβρό-καρπος
ἁβρό-καρπος, mit üppigen, zarten Früchten, Hes.
-
78 ὁμοιό-καρπος
ὁμοιό-καρπος, mit ähnlichen Früchten, Theophr.
-
79 ἄ-καρπος
-
80 ἐπ-ετειό-καρπος
ἐπ-ετειό-καρπος, jährlich Frucht tragend, Theophr.
См. также в других словарях:
καρπός — 1 fruit masc nom sg καρπός 2 wrist masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
καρπός — ο 1.το προϊόν της τελικής εξέλιξης του άνθους, φρούτο: Έχουμε αγοράσει ξηρούς καρπούς. 2. καρπός των σιτηρών: Σπέρνουν, θερίζουν τον καρπό κι η καλαμιά απομένει (δημ. τραγ.). 3. προϊόν, γέννημα: Καρπός παράνομου έρωτα. 4. καλό ή κακό αποτέλεσμα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παπαδόπουλος, Κάρπος — Φιλικός. Καταγόταν από τον Αίνο της Θράκης. Το 1818 εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο και πλούτισε. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και, όταν άρχισε η Επανάσταση του 1821, γύρισε στην Ελλάδα και πολέμησε με το σώμα του Οδυσσέα… … Dictionary of Greek
μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… … Dictionary of Greek
καρποί — καρπός 1 fruit masc nom/voc pl καρπός 2 wrist masc nom/voc pl καρπόω bear fruit pres subj mp 2nd sg καρπόω bear fruit pres ind mp 2nd sg καρπόω bear fruit pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπούς — καρπός 1 fruit masc acc pl καρπός 2 wrist masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπέ — καρπός 1 fruit masc voc sg καρπός 2 wrist masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπῷ — καρπός 1 fruit masc dat sg καρπός 2 wrist masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπόν — καρπός 1 fruit masc acc sg καρπός 2 wrist masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπώς — καρπός 1 fruit masc acc pl (doric) καρπός 2 wrist masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)