-
41 τελεό-καρπος
τελεό-καρπος, die Frucht vollendend, zur Reise, reife Frucht bringend.
-
42 φερέ-καρπος
φερέ-καρπος, Frucht tragend, bringend; γῆ Philipp. 85 (IX, 778); αὖλαξ Orph.; σπέρματα Plut. de am. prol. 3.
-
43 φθινό-καρπος
φθινό-καρπος, dessen Früchte schwinden, abfallen, ohne Früchte, unfruchtbar, Pind. P. 4, 265 δρῠς.
-
44 χρηστό-καρπος
χρηστό-καρπος, gute Früchte tragend, hervorbringend, Strab. 6, 2,3.
-
45 χρῡσό-καρπος
χρῡσό-καρπος, mit goldenen Früchten, Pind. bei Plut. cons. ad Apoll. p. 365.
-
46 χρῡσεό-καρπος
χρῡσεό-καρπος, = χρυσόκαρπος, Drac. p. 36.
-
47 χλοό-καρπος
χλοό-καρπος, mit grüner Frucht, grüne Früchte erzeugend, Beiwort der Demeter, Orph. H. 39, 5, öfter.
-
48 βραδύ-καρπος
βραδύ-καρπος, langsam, spät Früchte bringend, Theophr.
-
49 γυμνό-καρπος
γυμνό-καρπος, mit bloßer Frucht, ohne Hülfe, Theophr.
-
50 κατά-καρπος
κατά-καρπος, mit Früchten versehen, fruchtreich; ἀμπέλου κλάδος Aristodem. bei Ath. XI, 495 f; Sp.
-
51 κακό-καρπος
κακό-καρπος, mit schlechter Frucht, unfruchtbar, Sp.
-
52 καλό-καρπος
καλό-καρπος, mit schöner Frucht, Schol. Opp. H. 1, 310, wenn nicht καλλίκαρπος zu schreiben.
-
53 καλλί-καρπος
καλλί-καρπος, mit schönen Früchten, fruchtbar; Σικελία Aesch. Prom. 369; Πελασγία Eur. Herc. F. 464; μίλαξ Bacch. 108; Sp., τόπος καλλικαρπότατος Pol. 5, 19, 2, Κυρήνη Strab. XVII, 837, χώρα Plut. Lyc. 15.
-
54 κλυτό-καρπος
κλυτό-καρπος, durch schöne Früchte berühmt, στέφανος Pind. N. 4, 76, des Ruhmes Fruchtkränze.
-
55 γλυκύ-καρπος
γλυκύ-καρπος, mit süßer Frucht, ἄμπελος Theocr. 11, 46.
-
56 εὔ-καρπος
εὔ-καρπος, reich an Früchten, fruchtbar, H. h. 30, 5; γαῖα, χϑών, Pind. P. 1, 30 N. 1, 14; ϑέρος Soph. Ai. 656; στάχυς Eur. Bacch. 750; neben πάμφορος Plat. Ctitia. 110 e; bes. sp. D., φυλλάς Agath. 25 (V, 292). – Akt., fruchtbar machend, Frucht gebend, Δημήτηρ, Διόνυσος, Anth.; Aphrodite, Soph. bei Plut. amat. 13; ἀήρ, Theophr.
-
57 μικρό-καρπος
μικρό-καρπος, mit kleinen Früchten, Schol. Plat. 337.
-
58 μεγαλό-καρπος
μεγαλό-καρπος, mit großen Früchten, Theophr.
-
59 μελάγ-καρπος
μελάγ-καρπος, mit schwarzer Frucht, Ἀσάφεια, Empedocl. 14.
-
60 δενδρό-καρπος
δενδρό-καρπος, ὁ, Baumfrucht, Sp.
См. также в других словарях:
καρπός — 1 fruit masc nom sg καρπός 2 wrist masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
καρπός — ο 1.το προϊόν της τελικής εξέλιξης του άνθους, φρούτο: Έχουμε αγοράσει ξηρούς καρπούς. 2. καρπός των σιτηρών: Σπέρνουν, θερίζουν τον καρπό κι η καλαμιά απομένει (δημ. τραγ.). 3. προϊόν, γέννημα: Καρπός παράνομου έρωτα. 4. καλό ή κακό αποτέλεσμα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παπαδόπουλος, Κάρπος — Φιλικός. Καταγόταν από τον Αίνο της Θράκης. Το 1818 εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο και πλούτισε. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και, όταν άρχισε η Επανάσταση του 1821, γύρισε στην Ελλάδα και πολέμησε με το σώμα του Οδυσσέα… … Dictionary of Greek
μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… … Dictionary of Greek
καρποί — καρπός 1 fruit masc nom/voc pl καρπός 2 wrist masc nom/voc pl καρπόω bear fruit pres subj mp 2nd sg καρπόω bear fruit pres ind mp 2nd sg καρπόω bear fruit pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπούς — καρπός 1 fruit masc acc pl καρπός 2 wrist masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπέ — καρπός 1 fruit masc voc sg καρπός 2 wrist masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπῷ — καρπός 1 fruit masc dat sg καρπός 2 wrist masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπόν — καρπός 1 fruit masc acc sg καρπός 2 wrist masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπώς — καρπός 1 fruit masc acc pl (doric) καρπός 2 wrist masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)