-
1 καρπός 1
καρπός 1.Grammatical information: m.Meaning: `fruit, fruits of the earth, corn, yields' (Il.).Dialectal forms: Myc. ka-poCompounds: several compp., e. g. καρπο-φόρος, ἄ-καρπος.Derivatives: Diminut. καρπίον (Thphr., pap.); adjectives: κάρπιμος `giving fruit' (trag., com., hell.; cf. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 45 a. 47), καρπώδης `rich in fruits' (Rom. empire). Denomin. verbs: 1. καρπόομαι `reap fruits, exploit' (IA.), - όω `give, produce fruit' = `bring (burnt) sacrif.' (A., LXX) with κάρπωμα `fruit, sacrif.' and κάρπωσις `use, profit, sacrif.', καρπώσιμος (Hermipp. Hist.); cf. Bechtel Dial. 1, 449 a. 2, 550. 2. καρπίζομαι (- ίζω Paros; hell. inscr.) `reap fruits' (E., hell.), - ίζω `fertilize' (E. in lyr.); καρπισμός `yields ' (Arist., Thphr.). 3. καρπεύω, - εύομαι `reap fruits' (Hyp., hell.) with καρπεία `profit, income', καρπεῖον `id.', also = καρπός.Origin: Sub. Eur.Etymology: The nearest comparison gives Lat. carpō `pluck (off)'; so καρπός `plucking off, what is reaped'; on the unexpected oxytonesis s. Schwyzer 459. Here also the Germ. word for `autumn', e. g. OHG herbist (IE. * karpistos prop. "best to pluck", from the month?); also Venet. PN. Carponia, Carpus etc.?; cf. Haas Sprache 2, 235 with uncertain further combinations. As α in καρπός (as opposed to the a in carpō and e in herbist) can also represent vocalic r̥, one also adduces Lith. kerpù `cut with a scissors'. However, Gr. *r̥ would have given - ρα-. The connexion with κρώπιον is prob. wrong (s.v.; the word is Pre-Greek). Also Skt. kr̥pāṇa- `sword' will be unrelated. The words for `sickle' may be related. The French (DELG) posit an "a populaire", which means that the word is a loan, from a Eur. substratum? Cf. Pok 944 * (s)kerb(h)-. Further s. κρώπιον.Page in Frisk: 1,792-793Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καρπός 1
См. также в других словарях:
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
ζωηφόρος — ο (AM ζωηφόρος, ον) αυτός που παρέχει ζωή, ζωοδότης, ζωογόνος, σωτήριος νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ζωηφόρος εσφ. τ. αντί ζωφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωή + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, καρπο φόρος] … Dictionary of Greek
ζωφόρος — (I) ο βλ. ζωοφόρος (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο φόρος, σημαιο φόρος]. (II) η βλ. ζωοφόρος (ΙΙ). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζωοφόρος (ΙΙ)] … Dictionary of Greek
θανατοφόρος — θανατοφόρος, ον (Α) ο θανατηφόρος («θανατοφόρα πάθη», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + φόρος < φέρω πρβλ. ανθο φόρος, καρπο φόρος] … Dictionary of Greek
ισοφόρος — ἰσοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη «βόες ἥλικες... ἰσοφόροι», Ομ.Οδ).. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. δρεπανη φόρος, καρπο φόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργ. σημασία] … Dictionary of Greek
καταιγιδοφόρος — ο αυτός που φέρνει καταιγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταιγίδα + φορος (< φόρος < φέρω) πρβλ. καρπο φόρος, πυρφόρος] … Dictionary of Greek
κοσμοφόρος — κοσμοφόρος, ὁ (ΑM) επιγρ. αυτός που κρατούσε τα κοσμήματα κατά τις θρησκευτικές πομπές μσν. (για την κιβωτό τού Νώε) αυτός που μεταφέρει κόσμο αρχ. αρχιτ. διακοσμητικό διάζωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο φόρος, μυρο… … Dictionary of Greek
κραστιφόρος — κραστιφόρος, ον (Α) αυτός που παράγει πολλή χλόη, άφθονα χόρτα («κραστιφόρος Σκυθία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κράστις + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, καρπο φόρος] … Dictionary of Greek
κυοφόρος — κυοφόρος, ον (AM) εύφορος, γόνιμος μσν. φρ. «κυοφόρος δίφρος» ειδικό κάθισμα για τις επιτόκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, κάρπο φόρος] … Dictionary of Greek
ροδοφόρος — ον, Α (για τόπο) αυτός που παράγει ρόδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο φόρος] … Dictionary of Greek
κυκλοφορώ — (Α κυκλοφοροῡμαι, έομαι και κυκλοφορῶ, έω) κινούμαι κυκλικά, περιστρέφομαι, περιφέρομαι, κινούμαι νεοελλ. 1. θέτω κάτι σε κυκλοφορία ή τίθεμαι σε κυκλοφορία, σε χρήση, σε συναλλαγή, διακινώ ή διακινούμαι (α. «κατηγορήθηκε γιατί κυκλοφόρησε… … Dictionary of Greek