Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καρπο-φόρος

См. также в других словарях:

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • ζωηφόρος — ο (AM ζωηφόρος, ον) αυτός που παρέχει ζωή, ζωοδότης, ζωογόνος, σωτήριος νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ζωηφόρος εσφ. τ. αντί ζωφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωή + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, καρπο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • ζωφόρος — (I) ο βλ. ζωοφόρος (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο φόρος, σημαιο φόρος]. (II) η βλ. ζωοφόρος (ΙΙ). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζωοφόρος (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

  • θανατοφόρος — θανατοφόρος, ον (Α) ο θανατηφόρος («θανατοφόρα πάθη», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + φόρος < φέρω πρβλ. ανθο φόρος, καρπο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • ισοφόρος — ἰσοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη «βόες ἥλικες... ἰσοφόροι», Ομ.Οδ).. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. δρεπανη φόρος, καρπο φόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργ. σημασία] …   Dictionary of Greek

  • καταιγιδοφόρος — ο αυτός που φέρνει καταιγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταιγίδα + φορος (< φόρος < φέρω) πρβλ. καρπο φόρος, πυρφόρος] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοφόρος — κοσμοφόρος, ὁ (ΑM) επιγρ. αυτός που κρατούσε τα κοσμήματα κατά τις θρησκευτικές πομπές μσν. (για την κιβωτό τού Νώε) αυτός που μεταφέρει κόσμο αρχ. αρχιτ. διακοσμητικό διάζωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο φόρος, μυρο… …   Dictionary of Greek

  • κραστιφόρος — κραστιφόρος, ον (Α) αυτός που παράγει πολλή χλόη, άφθονα χόρτα («κραστιφόρος Σκυθία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κράστις + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, καρπο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κυοφόρος — κυοφόρος, ον (AM) εύφορος, γόνιμος μσν. φρ. «κυοφόρος δίφρος» ειδικό κάθισμα για τις επιτόκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, κάρπο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • ροδοφόρος — ον, Α (για τόπο) αυτός που παράγει ρόδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κυκλοφορώ — (Α κυκλοφοροῡμαι, έομαι και κυκλοφορῶ, έω) κινούμαι κυκλικά, περιστρέφομαι, περιφέρομαι, κινούμαι νεοελλ. 1. θέτω κάτι σε κυκλοφορία ή τίθεμαι σε κυκλοφορία, σε χρήση, σε συναλλαγή, διακινώ ή διακινούμαι (α. «κατηγορήθηκε γιατί κυκλοφόρησε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»