-
1 καρπό-τροφος
καρπό-τροφος, mit Früchten ernährt; – καρπο-τρόφος, Früchte ernährend, hervorbringend; ὄμβροι, Νύμφαι, Orph. H.; δρῦς Lycophr. 1523. – Eur. Ion 475 καρποτρόφοι νεάνιδες ἧβαι scheint in κουροτρόφοι zu ändern.
-
2 καρπότροφος
-
3 καρποτρόφος
καρπο-τρόφος, Früchte ernährend, hervorbringend
См. также в других словарях:
φωτοτρόφος — ον, Μ (με ενεργ σημ.) αυτός που τρέφει, που αυξάνει το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. καρπο τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek
καρποτρόφος — καρποτρόφος, ον (Α) αυτός που τρέφει τον καρπό, που κάνει τον καρπό να ωριμάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + τρόφος (< τροφός < τρέφω), πρβλ. θηρο τρόφος, κουρο τρόφος] … Dictionary of Greek
πρωτοτρόφος — ο / πρωτοτρόφος, ον, ΝΑ νεοελλ. βιολ. όρος που αναφέρεται στα βακτήρια που μπορούν να συνθέσουν όλους τους μεταβολίτες οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την αύξησή τους αρχ. 1. αυτός που ανατρέφει το πρώτο του παιδί 2. αυτός που τρέφει τον πρώτο του… … Dictionary of Greek