-
1 καρποφόρος
[каропфорос] εκ. плодородный, плодовитый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καρποφόρος
-
2 плодотворный
-
3 плодовитость
η ευφορία, η ευκαρπία, η πολυκαρπία, η καρποφορία, η γονιμότητα-ый εύφορος, εύκαρποςπολύκαρπος, καρποφόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плодовитость
-
4 плодородие
η γονιμότητα, η ευφορία, η πολυκαρπία-ный γόνιμος, καρποφόροςεύφορος, καρπερόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плодородие
-
5 плодовитый
плодови́т||ыйприл εὐφορος, ἐϋκαρπος, καρποφόρος, πολύκαρπος / перен γόνιμος, παραγωγικός. -
6 плодовый
плодовыйприл ὁπωροφόρος, καρποφόρος. -
7 плодотворный
плодотво́рны||йприл прям., перен γόνιμος, καρποφόρος:\плодотворныйе усилия οἱ καρποφόρες προσπάθειες. -
8 урожайный
урожайныйприл ευφορος, καρποφόρος:\урожайныййный год ὁ χρόνος καλής σοδιάς. -
9 ягодник
ягодникм1. (место) φυτεία καρποφόρων θάμνων2. (куст) καρποφόρος θάμνος. -
10 урожайный
[ουραζάϊνυϊ] εκ. καρποφόρος -
11 урожайный
[ουραζάϊνυϊ] επ καρποφόρος -
12 малоплодородный
επ. βρ: -ден, -дна, -дно; λίγο εύφορος, λίγο καρποφόρος. -
13 малоурожайный
επ., βρ: -жаен, -жайна, -оλίγο καρποφόρος, μικρής σοδειάς•малоурожайный год χρόνος μικρής σοδειάς•
малоурожайный сорт пшеницы ποικιλ-λία σιταριού λίγο καρπερή.
-
14 небезрезультатный
επ., βρ: -тен, -тна, -оκατά τι αποτελεσματικός, καρποφόρος, τελεσφόρος•-ые хлопоты κάπως καρποφόρες φροντίδες.
-
15 небесплодный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноόχι άκαρπος, εν μέρει καρποφόρος•-ые хлопоты όχι άκαρπες φροντίδες.
-
16 плодный
επ.1. του καρπού.2. μτφ. δημιουργικός παραγωγικός. || αναπαραγωγικός.3. καρποφόρος, καρπερός, γόνιμος•-ая вишня καρπερή βυσσινιά.
-
17 плодовитый
επ., βρ: -вит, -а, -о.1. καρπερός, καρποφόρος, κάρπιμος γόνιμος. || πολύτοκος, γεννήτρα.2. μτφ. δημιουργικός, παραγωγικός, αποδοτικός•плодовитый композитор γόνιμος μουσικοσυνθέτης•
плодовитый писатель γόνιμος συγγραφέας.
-
18 плодовый
επ.του καρπού•-ая оболочка η φλούδα του καρπού.
|| από καρπούς, από φρούτα•-ые консервы κονσέρβες από φρούτα.
|| καρποφόρος, καρπερός, καρπογόνος•-ые рас-тния καρποφόρα φυτά.
-
19 плодородный
επ., βρ: -ден, -дна, -оκαρποφόρος, καρπερός, κάρπιμος, καρπώδης εύ-καρπος, πολύκαρπος. || εύφορος, γόνιμος•-ая земля εύφορη γη•
-ая долина εύφορη κοιλάδα.
-
20 плодущий
επ., βρ: -душ, -а, -еπου καρπίζει, που δίνει καρπούς• καρποφόρος•-ие цветки καρποφόρα άνθη.
|| (απλ.) καρπώδης, εύκαρπος, πολύκαρπος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καρποφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόρος — ο θηλ. και α (AM καρποφόρος, ον) αυτός που παράγει καρπούς, ο εύφορος, ο γόνιμος («πρόβατά ἐστι καὶ φοίνικες οἱ καρποφόροι», Ξεν.) νεοελλ. 1. ο αποτελεσματικός 2. ο επικερδής, ο ωφέλιμος αρχ. 1. (για χώρες) αυτός που παράγει άφθονα γεωργικά… … Dictionary of Greek
καρποφόρος — α, ο 1.αυτός που παράγει καρπούς, καρπερός, γόνιμος: Τα χωράφια αυτά είναι καρποφόρα. 2. προσοδοφόρος, επικερδής: Η επιχείρηση αυτή αποδείχτηκε καρποφόρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρποφόροιο — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut gen sg (epic) καρποφόρος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόροις — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut dat pl καρποφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόροισιν — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) καρποφόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόρον — καρποφόρος masc/fem acc sg καρποφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόρου — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut gen sg καρποφόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόρους — καρπόφορος fruit bearing masc/fem acc pl καρποφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόρων — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut gen pl καρποφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφόρῳ — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut dat sg καρποφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)