Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καρπισμός

См. также в других словарях:

  • καρπισμός — (I) ο (Α καρπισμός) [καρπίζω (Ι)] νεοελλ. συλλογή, συγκομιδή καρπών αρχ. εξάντληση («καρπισμὸς τῆς γῆς», Θεόφρ.). (II) καρπισμός, ὁ (Α) [καρπίζω (II)] η απελευθέρωση δούλου που γινόταν επίσημα με το άγγιγμά του από τον κύριό του με ράβδο …   Dictionary of Greek

  • καρπισμοί — καρπισμός exhaustion masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπισμοῦ — καρπισμός exhaustion masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπισμόν — καρπισμός exhaustion masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρφισμός — καρφισμός, ὁ (Α) ο καρπισμός, η συλλογή καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρ. ενός αμάρτυρου *καρφίζω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»