-
1 καρπισμός
-
2 καρπισμός
-
3 καρπίζω
καρπίζω, 1) die Frucht abnehmen, einsammeln, ernten, Diosc. Gew. med., wie B. A. 104, 5 bemerkt wird καρπίσασϑαι ἀντὶ τοῦ καρπώσασϑαι; γῆν Theopomp. bei Ath. VI, 261 a, was auch »die Erde aussaugen« bedeutet, Theophr. – 2) Eur. Bacch. 406 Πάφον ϑ' ἃν βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβροι, befruchten; vgl. Hel. 1344. – S. καρπισμός.
См. также в других словарях:
καρπισμός — (I) ο (Α καρπισμός) [καρπίζω (Ι)] νεοελλ. συλλογή, συγκομιδή καρπών αρχ. εξάντληση («καρπισμὸς τῆς γῆς», Θεόφρ.). (II) καρπισμός, ὁ (Α) [καρπίζω (II)] η απελευθέρωση δούλου που γινόταν επίσημα με το άγγιγμά του από τον κύριό του με ράβδο … Dictionary of Greek
καρπισμοί — καρπισμός exhaustion masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπισμοῦ — καρπισμός exhaustion masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπισμόν — καρπισμός exhaustion masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρφισμός — καρφισμός, ὁ (Α) ο καρπισμός, η συλλογή καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρ. ενός αμάρτυρου *καρφίζω] … Dictionary of Greek