Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

καροτσάκι

  • 1 коляска

    коляска ж 1) (детская) το καροτσάκι 2) (мотоцикла) το καλάθι
    * * *
    ж
    1) ( детская) το καροτσάκι
    2) ( мотоцикла) το καλάθι

    Русско-греческий словарь > коляска

  • 2 cart

    1. noun
    1) (a two-wheeled (usually horse-drawn) vehicle for carrying loads: a farm cart.) κάρο
    2) ((American) a small wheeled vehicle pushed by hand, for carrying groceries, golf clubs etc.) καροτσάκι
    2. verb
    1) (to carry (in a cart): He carted the manure into the field.) μεταφέρω με καροτσάκι
    2) (to carry: I don't want to cart this luggage around all day.) κουβαλώ

    English-Greek dictionary > cart

  • 3 push-chair

    noun (,)
    1) ((American stroller) a small wheeled chair for a child, pushed by its mother etc.) καροτσάκι μωρού
    2) ((also kick-sled) a push-chair on runners (used on snowy ground).) καροτσάκι με πέλματα έλκηθρου για ολίσθηση στο χιόνι

    English-Greek dictionary > push-chair

  • 4 коляска

    θ.
    1. αμάξι τετράτροχο (με ελατήρια και πτυσσόμενο στέγασμα).
    2. καροτσάκι•

    детская коляска παιδικό καροτσάκι.

    3. αμαξάκι•

    коляска для инвалида αμαξάκι αναπήρου.

    || κοφίνι μοτοσικλέτας, σάιντκαρ.

    Большой русско-греческий словарь > коляска

  • 5 baby buggy/carriage

    ((American) a pram.) καροτσάκι

    English-Greek dictionary > baby buggy/carriage

  • 6 baggage cart

    noun ((American) (also luggage cart) a cart used by passengers at an airport etc to carry their luggage.) καροτσάκι αποσκευών

    English-Greek dictionary > baggage cart

  • 7 barrow

    ['bærəu]
    1) (a wheelbarrow.) χειράμαξα
    2) (a small (usually two-wheeled) cart.) δίτροχο καροτσάκι
    3) (a mound of earth piled up over the graves of important people in prehistoric times.) τύμβος

    English-Greek dictionary > barrow

  • 8 bathchair

    noun (a kind of wheeled chair for an invalid.) αναπηρικό καροτσάκι

    English-Greek dictionary > bathchair

  • 9 pram

    [præm]
    ((American baby buggy/carriage) a kind of small carriage on wheels for carrying a baby, pushed by its mother etc.) καροτσάκι μωρού

    English-Greek dictionary > pram

  • 10 trolley

    ['troli]
    1) (a type of small cart for carrying things etc: She quickly filled the trolley with groceries.) καροτσάκι
    2) ((also tea-trolley, (American) teacart) a small cart, usually consisting of two or three trays fixed on a frame, used for serving tea, food etc: She brought the tea in on a trolley.) τραπεζάκι με ρόδες

    English-Greek dictionary > trolley

  • 11 wheelchair

    noun (a chair with wheels, used for moving from place to place by invalids or those who cannot walk.) αναπηρικό καροτσάκι

    English-Greek dictionary > wheelchair

  • 12 тележка

    [τιλιέσκα] ουσ. θ. καροτσάκι

    Русско-греческий новый словарь > тележка

  • 13 тележка

    [τιλιέσκα] ουσ θ καροτσάκι

    Русско-эллинский словарь > тележка

  • 14 вывалить

    ρ.σ.
    1. ρίχνω κάτω, αδειάζω, απαδειάζω, εκκενώνω τελείως•

    вывалить уголь из тачки αδειάζω το κάρβουνο από το καροτσάκι.

    2. (άπλ.) βγαίνω, εξέρχομαι μαζικά.
    1. βγαίνω, πέφτω•

    зуб -лся το δόντι έπεσε.

    2. εξέρχομαι μαζικά.

    Большой русско-греческий словарь > вывалить

  • 15 высадить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. высаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αποβιβάζω, ξεμπαρκάρω• βγάζω, εξάγω• κατεβάζω. || βοηθώ να κατέβει•

    высадить больного из кресла σηκώνω τον άρρωστο από την πολυθρόνα•

    -ребенка из коляски κατεβάζω το παιδάκι από το καροτσάκι.

    2. μεταφυτεύω.
    3. (απλ.) σπάζω, -ξεκαρφώνω•

    -ли дверь έσπασαν την πόρτα.

    αποβιβάζομαι, ξεμπαρκάρω• βγαίνω, εξέρχομαι κατεβαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > высадить

  • 16 тачка

    θ.
    ράψιμο• γάζωμα•

    тачка сапог ράψιμο των μποτών.

    θ.
    χειράμαξα, καροτσάκι.

    Большой русско-греческий словарь > тачка

  • 17 тележка

    θ.
    1. αμαξάκι.
    2. αμάξι.
    3. καροτσάκι.

    Большой русско-греческий словарь > тележка

  • 18 толкать

    ρ.δ.μ.
    1. σπρώχνω, ωθώ. толкать локтем соседа σπρώχνω με τον αγκώνα τον διπλανό μου•

    толкать тачку σπρώχνω το καροτσάκι•

    что ты меня -аешь? τι με σπρώχνεις;

    2. μτφ. παρακινώ, παροτρύνω• παρορμώ•

    толкать на преступление σπρώχνω στο έγκλημα.

    3. μτφ. προωθώ• толкать какое-н. дело προωθώ μια υπόθεση.
    4. (αθλτ.) ανωθώ. || (αθλτ.) ρίχνω (τη σφαίρα).
    εκφρ.
    толкать в пропасть – σπρώχνω στο γκρεμό (στην καταστροφή),
    1. βλ. ενεργ. φ. (1 σημ.)• ты не -аешься μη σπρώχνεις. || αλληλοσπρώχνο-μαι.
    2. στριμώχνομαι, συνωθούμαι• συνωστίζομαι. || φέρομαι, πηγαίνω εδώ και κει (συνήθως άσκοπα).
    3. συγκρούομαι, χτυπώ, —-ιέμαι. || σπρώχνω για να μπω μέσα,
    4. απωθούμαι.
    5. σπρώχνομαι, ωθούμαι, σκουντιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > толкать

  • 19 ход

    -а (ходу), προθτ. в -е κ. в -у, на -е κ. на -у, πλθ. ходы κ. хода κ. хода α.
    1. (в -е, на -у)• κίνηση, μετακίνηση• βάδισμα• πορεία•

    ход вперд κίνηση προς τα μπρος•

    ход поезда η κίνηση του τρένου•

    тихий ход σιγανή κίνηση•

    полным -ом μ όλη την ταχύτητα, (ναυτ.) πλησίστιος•

    средний ход μέση ταχύτητα•

    два часа -у δυο ώρες κίνησης ή πορείας•

    дать ход передний, задний δίνω κίνηση μπρος, πίσω• κάνω μπρος, πίσω•

    пустить в -βάζω μπρος• (σε κίνηση)•

    работы идут полным -ом οι εργασίες γίνονται με ταχύτατους ρυθμούς•

    всё пошло в ход όλα μπήκαν σε κίνηση•

    на -у он приседал αυτός βάδιζε λίγο σκυφτά•

    по -у узнавать кого από το βάδισμα γνωρίζω κάποιον.

    || η ταχύτητα•

    замедлить ход ελαττώνω την ταχύτητα.

    || παλ.εκκλσ. πομπή• λιτανεία•

    крестный ход η περιφορά του σταυρού.

    2. μτφ. εξέλιξη• πορεία•

    ход событий η εξέλιξη των γεγονότων•

    ход сражения η εξέλιξη της μάχης•

    постепенный ход βαθμιαία εξέλιξη•

    ход исторического развития η πορεία της ιστορικής εξέλιξης.

    3. λειτουργία•

    плавный ход мотора ομαλή (κανονική) λειτουργία του μοτέρ•

    4. κίνηση με, δια•

    колсный ход η κίνηση με τροχούς•

    гусеничный ход η κίνηση με ερπύστρια•

    коляска на резиновом -у καροτσάκι με λαστιχένιες ρόδες.

    5. κίνηση• ξεκίνημα (στο παίξιμο)•

    ход пешкой η κίνηση με το πιόνι•

    ход тузом το παίξιμο με τον άσο.

    || η σειρά έναρξης•

    твой ход η σειρά σου (να παίξεις).

    6. τρόπος, κόλπο, μανούβρα.
    7. (μουσ.)• μετάπτωση, πέρασμα, μεταλλαγή.
    8. είσοδος•

    ход парадный η κύρια είσοδος•

    чрный ход η είσοδος υπηρεσίας, η πισόπορτα•

    ход со двора είσοδος από την αυλή•

    потайной ход κρυφή είσοδος•

    комната с отдельным -ом δωμάτιο με ξεχωριστή (ιδιαίτερη) είσοδο.

    || δίοδος, πέρασμα, διάβαση•

    подземный ход υπόγεια βιάβαση.

    || μέρος πολυδιάβατο, με μεγάλη κίνηση.
    εκφρ.
    на -у – στα γρήγορα, στα πεταχτά•
    ход (ходы, ходы) • – (στρατ.) όρυγμα επικοινωνίας•
    полный -! – (παράγγελμα)• τάχιστα!•
    -ом! – (απλ.) γρήγορα, ταχιά•
    своим -ом – με το δικό μου τρόπο•
    дело идёт своим -ом – η υπόθεση ακολουθεί την πορεία της•
    - у дать – φεύγω το βάζω στα πόδια•
    дать ход – α) ξεκινώ, βάζω μπρος•
    шофр дал ход – ο σωφέρης ξεκίνησε, β) κατευθύνω στον κανονικό δρόμο•
    не дать -у – εμποδίζω την ανάπτυξη ικανοτήτων•
    пойти в - – πιάνω, διαδίδομαι, χρησιμοποιούμαι ευρύτατα.• пустить в ход βάζω σε χρήση, κυκλοφορία• εφαρμόζω•
    дело пошло в ход – η υπόθεση (η δουλειά) ξεκίνησε.

    Большой русско-греческий словарь > ход

  • 20 brouette

    1) καροτσάκι
    2) χειράμαξα

    Dictionnaire Français-Grec > brouette

См. также в других словарях:

  • καροτσάκι — το μικρή καρότσα, χειροκίνητο αμάξι για τον περίπατο των νηπίων: Το μωρό το είχαμε στο καροτσάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καροτσάκι — το 1. χειροκίνητο αμάξι για μεταφορά πραγμάτων 2. το ειδικό αμάξι για τα νήπια και τα βρέφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρότσ ι (όταν η υποκορ. σημ. τού τελευταίου έπαψε να γίνεται αντιληπτή) + υποκορ. κατάλ. άκι (πρβλ. παιδ άκι, σκυλ άκι)] …   Dictionary of Greek

  • Σούντρακα — Ινδός θεατρικός συγγραφέας, που μόνο το ύφος του και τεχνικά του στοιχεία επιτρέπουν να τον τοποθετήσουμε γύρω στον 4o 5o μ.Χ. αι. Οι μόνες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του είναι εκείνες που υπάρχουν στον πρόλογο του δράματος σε 10 πράξεις… …   Dictionary of Greek

  • αμαξάκι — το 1. μικρή άμαξα, μικρό αμάξι 2. χειροκίνητο αμάξι, επάνω στο οποίο τα νήπια μεταφέρονται σε περίπατο, καρότσι, καροτσάκι 3. παιδικό παιχνίδι, ομοίωμα άμαξας 4. το κάθισμα που είναι προσαρτημένο δίπλα σε μοτοσυκλέτα (διεθνής ονομασία σάιντ καρ) …   Dictionary of Greek

  • αμαξίς — ἁμαξὶς ( ίδος), η (Α) 1. μικρή άμαξα 2. αμαξάκι για να παίζουν τα μικρά παιδιά, καροτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + υποκορ. κατάλ. –ίς] …   Dictionary of Greek

  • αντίπηξ — ἀντίπηξ ( ηγος), η (Α) παιδικό καροτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πηξ < πήγνυμι (πρβλ. διάπηξ, επίπηξ κατάπηξ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • καρροτσάκι — το βλ. καροτσάκι …   Dictionary of Greek

  • υπότροχος — ον, ΜΑ (για οχήματα ή άλλες κατασκευές) αυτός που έχει τροχούς αποκάτω, τροχοφόρος (α. «μηχάνημα ὑπότροχον», Σχόλ. Αριστοφ. β. «ὑπότροχα πορεῑα», Πολ. γ. «ὑπότροχος δίφρος» παιδικό καροτσάκι, Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τροχός (πρβλ. πρό… …   Dictionary of Greek

  • χειραμάξι — το / χειραμάξιον, ΝΜΑ [χειράμαξα] μικρή χειράμαξα νεοελλ. καροτσάκι …   Dictionary of Greek

  • Άλι, Μοχάμετ — (Muhammad Ali, Λούισβιλ, Κεντάκι, ΗΠΑ 1942 –). Αμερικανός πυγμάχος, ηγετική μορφή των αφροαμερικανών στις ΗΠΑ. Βαφτίστηκε χριστιανός με το όνομα Κάσιους Κλέι (Cassius Marcellus Clay) και ασχολήθηκε από μικρός με την πυγμαχία ως μοναδικό μέσο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»