-
1 Καρκίν'
Καρκίνε, Καρκίνοςcrab: masc voc sg -
2 καρκίν'
καρκίνα, καρκίνοςcrab: neut nom /voc /acc plκαρκίνε, καρκίνοςcrab: masc voc sg -
3 καρκιν-ώδης
καρκιν-ώδης, ες, krebsartig; Arist. part. anim. 4, 8; Plut. sol. an. 30; auch von Geschwüren, Sp.
-
4 καρκινάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρκινάς
-
5 καρκινευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρκινευτής
-
6 καρκίνηθρον
καρκῐν-ηθρον, τό, =A Polygonum, Gloss.; f.l. for -ωθρον, Dsc.4.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρκίνηθρον
-
7 καρκινίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρκινίας
-
8 καρκίνιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρκίνιον
-
9 καρκινόω
A make crab-like, κ. τοὺς δακτύλους crook one's fingers like crab's claws, Antiph.55.15:—[voice] Pass., of roots, spread crab-wise, Thphr.HP1.6.3, CP3.21.5:—also in [voice] Act., cause to spread, ὁ Χειμὼν πιλώσας καὶ καρκινώσας τὰς ῥίζας ib.3.23.5.II in [voice] Pass., also, suffer from cancer, Hp.Nat.Mul.31; become cancerous,ἐκινδύνευσεν καρκινωθῆναι τὰ ἕλκεα Id.Mul.1.40
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρκινόω
-
10 καρκινώδης
καρκῐν-ώδης, ες,A = καρκινοειδής, Arist.PA 683b31, Plu.2.980b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρκινώδης
-
11 καρκίνωθρον
καρκῐν-ωθρον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρκίνωθρον
-
12 καρκίνωμα
A = καρκίνος 111, Hp.Epid.5.101, 7.111, Xenophon [voice] Med. ap. Ruf. ap. Orib.45.11.2, Dsc.2.10, Plu.2.65d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρκίνωμα
-
13 καρκίνωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρκίνωσις
-
14 καρκινώδης
καρκιν-ώδης, ες, krebsartig; auch von Geschwüren -
15 καροῦχα
καροῦχα, ἡ, Lat.A carruca, carriage, Sm.Is.66.20, Sch.E.Ph. 847:— also [suff] καρκῐν-οῦχον, τό, Edict.Diocl.15.37:—[var] Dim. [suff] καρκῐν-ούχιον, τό, PFlor.335.8 (iii A. D.), Gloss.:—also [suff] καρκῐν-ουχάριος, cisiarius, mulio, ib.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καροῦχα
-
16 καρκινωδης
-
17 Καρνεονίκης
A victor in the Carnean games, IG 5(1).82, 209 ([place name] Sparta): in pl., Κ., οἱ, title of work by Hellanicus.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Καρνεονίκης
См. также в других словарях:
Καρκίν' — Καρκίνε , Καρκίνος crab masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίν' — καρκίνα , καρκίνος crab neut nom/voc/acc pl καρκίνε , καρκίνος crab masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυννάς — θυννάς, ἡ (Α) μικρή θύννα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θύννα κατά τα καρκιν άς, περκ άς] … Dictionary of Greek
κολυμπάδα — η (AM κολυμβάς, άδος) (για τις ελιές) αυτή που διατηρείται στην άλμη αρχ. 1. το πτηνό κολυμβίς* 2. είδος θάμνου, στοιβή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολυμπάδα < κολυμβάς < κόλυμβος + κατάλ. άς (πρβλ. δρομ άς, καρκιν άς)] … Dictionary of Greek
κυκνίας — κυκνίας, ὁ (AM, Μ και κυκνέας) είδος αετού όμοιου στη λευκότητα με κύκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκν ος + κατάλ. ίας (πρβλ. καρκιν ίας, κοχλ ίας). Ο αετός ονομάστηκε έτσι λόγω τού λευκού χρώματός του] … Dictionary of Greek
ορνιθάς — ὀρνιθᾱς, ὁ (Α) ορνιθοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. καρκιν άς)] … Dictionary of Greek
σπερματίας — ὁ, ΝΜΑ καρπός που αφήνεται να ωριμάσει πάνω στο φυτό για να κρατηθούν, για σπορά, οι σπόροι του, αλλ. σπορίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. καρκιν ίας)] … Dictionary of Greek
χολαγγείωμα — το, Ν ιατρ. κακοήθης όγκος τών ενδοηπατικών χοληφόρων οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholangioma < χολή + αγγείο + κατάλ. ωμα (πρβλ. καρκίν ωμα)] … Dictionary of Greek
χολοστεάτωμα — το, Ν ιατρ. κυστικός καλοήθης ογκοειδής σχηματισμός, που περιέχει κρυστάλλους χοληστερίνης (α. «χολοστεάτωμα μήνιγγας» β. «χολοστεάτωμα τού μέσου αφτιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholesteatome < χολόστεαρ, στέατος + κατάλ. ωμα… … Dictionary of Greek
χόνδρωμα — το, Ν ιατρ. καλοήθης όγκος τού χονδρικού ιστού, με τάση, όμως, για υποτροπές και κακοήθη εξαλλαγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chondrome < χόνδρος + κατάλ. ωμα (πρβλ. καρκίν ωμα)] … Dictionary of Greek
ψάμμωμα — το, Ν ιατρ. όγκος που περιέχει ψάμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. psammoma (< ψάμμος «άμμος» + κατάλ. ωμα, πρβλ. καρκίν ωμα)] … Dictionary of Greek