Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καρκῐν-άς

См. также в других словарях:

  • Καρκίν' — Καρκίνε , Καρκίνος crab masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκίν' — καρκίνα , καρκίνος crab neut nom/voc/acc pl καρκίνε , καρκίνος crab masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυννάς — θυννάς, ἡ (Α) μικρή θύννα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θύννα κατά τα καρκιν άς, περκ άς] …   Dictionary of Greek

  • κολυμπάδα — η (AM κολυμβάς, άδος) (για τις ελιές) αυτή που διατηρείται στην άλμη αρχ. 1. το πτηνό κολυμβίς* 2. είδος θάμνου, στοιβή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολυμπάδα < κολυμβάς < κόλυμβος + κατάλ. άς (πρβλ. δρομ άς, καρκιν άς)] …   Dictionary of Greek

  • κυκνίας — κυκνίας, ὁ (AM, Μ και κυκνέας) είδος αετού όμοιου στη λευκότητα με κύκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκν ος + κατάλ. ίας (πρβλ. καρκιν ίας, κοχλ ίας). Ο αετός ονομάστηκε έτσι λόγω τού λευκού χρώματός του] …   Dictionary of Greek

  • ορνιθάς — ὀρνιθᾱς, ὁ (Α) ορνιθοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. καρκιν άς)] …   Dictionary of Greek

  • σπερματίας — ὁ, ΝΜΑ καρπός που αφήνεται να ωριμάσει πάνω στο φυτό για να κρατηθούν, για σπορά, οι σπόροι του, αλλ. σπορίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. καρκιν ίας)] …   Dictionary of Greek

  • χολαγγείωμα — το, Ν ιατρ. κακοήθης όγκος τών ενδοηπατικών χοληφόρων οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholangioma < χολή + αγγείο + κατάλ. ωμα (πρβλ. καρκίν ωμα)] …   Dictionary of Greek

  • χολοστεάτωμα — το, Ν ιατρ. κυστικός καλοήθης ογκοειδής σχηματισμός, που περιέχει κρυστάλλους χοληστερίνης (α. «χολοστεάτωμα μήνιγγας» β. «χολοστεάτωμα τού μέσου αφτιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholesteatome < χολόστεαρ, στέατος + κατάλ. ωμα… …   Dictionary of Greek

  • χόνδρωμα — το, Ν ιατρ. καλοήθης όγκος τού χονδρικού ιστού, με τάση, όμως, για υποτροπές και κακοήθη εξαλλαγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chondrome < χόνδρος + κατάλ. ωμα (πρβλ. καρκίν ωμα)] …   Dictionary of Greek

  • ψάμμωμα — το, Ν ιατρ. όγκος που περιέχει ψάμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. psammoma (< ψάμμος «άμμος» + κατάλ. ωμα, πρβλ. καρκίν ωμα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»