-
1 καρκινο-ειδής
καρκινο-ειδής, ές, krebsartig, -förmig; Arist. part. anim. 4, 8; Ael. H. A. 6, 20.
-
2 καρκινοειδής
καρκῐνο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρκινοειδής
-
3 καρκινοειδής
καρκινο-ειδής, ές, krebsartig, -förmig -
4 καρκινοειδης
См. также в других словарях:
καρκινοειδής — ές (Α καρκινοειδής, ές) 1. όμοιος με καρκίνο*, με κάβουρα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καρκινοειδή ζωολ. ομοταξία οστρακόδερμων αρθροπόδων που ζουν στις θάλασσες ή στα γλυκά νερά νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καρκινοειδές ιατρ. όγκος «μειωμένης… … Dictionary of Greek