-
1 καρκινοειδης
-
2 καρκινοειδής
ης, ες 1. похожий на краба;2. πλ.:τά καρκινοειδή — зоол, ракообразные
-
3 καρκινοειδής
καρκῐνο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρκινοειδής
-
4 καρκινοειδής
καρκινο-ειδής, ές, krebsartig, -förmig -
5 καρκινωδης
-
6 раковый
-
7 καρκίνος
A crab, Epich.53, Hellanic.103 J., S.Ichn.298, Ar. Eq. 608, Pl.Euthd. 297c, Batr.299;κ. ποδήνεμοι Crates Com.29.3
: various species distinguished, Arist.HA 525a34, cf. 601a17, al.: prov., ; εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον 'with saucer-eyes', Herod.4.44.II Cancer, as a sign in the zodiac, Eudox. ap. Hipparch.1.2.18, Euc. Phaen.p.10 M., Arat.147, etc.IV from like ness of shape to crab's claws,1 pair of pincers, Aen.Tact.20.3, 32.5, IG11(2).165.11 (Delos, iii B.C.), AP6.92 (Phil.), Ath.10.456d;κ. σιδηροῦς POxy.521.14
(ii A.D.); used as an instrument of torture, D.S.20.71: in Surgery, forceps,κ. ἰατρικός IG22.47.16
: metaph., λήψεται τὸν τράχηλον ἐντόνως ὁ κ. E.Cyc. 609.2 = ζυγώματα, bones of the temples, Poll.2.85.5 pair of compasses, Ph.Bel.55.25, Ph.2.192, Gal.Opt.Doctr.3, S.E.M. 10.54: heterocl. pl.,καρκίνα σπειροῦχα AP6.295.5
(Phan.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρκίνος
-
8 καρκινώδης
καρκῐν-ώδης, ες,A = καρκινοειδής, Arist.PA 683b31, Plu.2.980b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρκινώδης
См. также в других словарях:
καρκινοειδής — ές (Α καρκινοειδής, ές) 1. όμοιος με καρκίνο*, με κάβουρα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καρκινοειδή ζωολ. ομοταξία οστρακόδερμων αρθροπόδων που ζουν στις θάλασσες ή στα γλυκά νερά νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καρκινοειδές ιατρ. όγκος «μειωμένης… … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
καρκινοειδές — το βλ. καρκινοειδής … Dictionary of Greek
καρκινώδης — ες (Α καρκινώδης, ες) αυτός που έχει την ασθένεια τού καρκίνου ή τη μορφή και τη φύση καρκινώματος («καρκινώδης όγκος» καρκίνος, καρκίνωμα, κακοήθης όγκος) αρχ. καρκινοειδής*, όμοιος με καρκίνο, με κάβουρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + κατάλ. ώδης… … Dictionary of Greek
σκιρός — ά, όν, Α [σκῑρος] 1. (για βαμμένο σίδηρο) σκληρός 2. (για νόσο) καρκινοειδής 3. μτφ. (για άνθρωπο ή θεό) σκληρός, ανήλεος … Dictionary of Greek
φαγέδαινα — η, ΝΑ ιατρ. ελκώδης διαβρωτική εξεργασία μσν. νόσος τών μελισσών αρχ. 1. καρκινωτικό έλκος, καρκινοειδής πληγή («φαγέδαινα ἥ μου σαρκὸς ἐσθίει ποδός», Αισχύλ.) 2. ακόρεστη πείνα, αδηφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ … Dictionary of Greek
αραχνίδια ή αραχνοειδή — (arachnoidea). Ομοταξία αρθροπόδων ζώων. Το σώμα των ζώων αυτών χωρίζεται σε δύο τμήματα: το εμπρός που αποκαλείται πρόσωμα (ή κεφαλοθώρακας) και το πίσω που αποκαλείται οπισθόσωμα (ή κοιλία). Τα πρώτα προστοματικά τους εξαρτήματα λέγονται… … Dictionary of Greek