-
1 Carcinus
Κάρκινος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Carcinus
-
2 cancer
καρκίνος -
3 rakovina
Καρκίνος -
4 cancer
καρκίνος -
5 rak
Καρκίνος -
6 kanser
καρκίνος, επάρατη νόσος -
7 рак
I.астр. о αστερισμός του Καρκίνου, ο Καρκίνος.II.мед. ο καρκίνος. - желудка - του στομάχουIII.зоол. (морской) о κάβουραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рак
-
8 рак
I рак Ι м η καραβίδα II рак ΙΙ м мед. о καρκίνος· больной \раком о καρκινοπαθής* * *I мη καραβίδαII м мед.ο καρκίνοςбольно́й раком — ο καρκινοπαθής
-
9 рак
рак Iм зоол. ἡ καραβίδα, ὁ ἀστακός, ὁ ποτάμιος· красный как \рак разг κόκκινος σάν ἀστακός· ◊ показать кому́-л. где \раки зимуют разг га δείχνω κάποιου πόσα ἀπίδια βάζει ὁ σάκος· на безрыбье и \рак рыба погов. στήν ἀναβροχιά καλό καί τό χαλάζι· когда́ \рак свистнет разг ὀταν ἀσπρίσει ὁ κόρακας.рак IIм мед. ὁ καρκίνος.Рак IIIм астр. ὁ ἀστερισμός τοῦ Καρκίνου, ὁ Καρκίνος (ζώδιον):тропик \рака ὁ Τροπικός τοῦ Καρκίνου. -
10 cancer
['kænsə]1) (a diseased growth in the body, often fatal: The cancer has spread to her stomach.) καρκίνος2) (the (often fatal) condition caused by such diseased growth(s): He is dying of cancer.) καρκίνος• -
11 рак
рак 1-а α.αστακός•речной рак αστακός ο ποτάμιος (καραβίδα),
εκφρ.знать где -и зимуют – πρέπει να ξέρεις όλες τις τρύπες (να είσαι κάλτσα του διαβόλου)•показать, где -и зимуют – (απειλή)• θα σου δείξω εγώ πόσ απίδια παίρνει ο σάκκος•стоять (ползти) -ом – στέκομαι (έρπω) στα τέσσερα•когда свистнет – όταν λαλήσει η σαρδέλλα ή όταν ασπρίσει ο κόρακας (ποτέ)•красный как рак – κόκκινος σαν την παπαρούνα.рак 2-а α.καρκίνος (ασθένεια).рак 3-а α.καρκίνος (αστερισμός). -
12 карцинома
биол., мед. το καρκίνωμα, ο καρκίνοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > карцинома
-
13 палиндром
литер. о παλίνδρομος, ο καρκίνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > палиндром
-
14 палиндромон
литер. о παλίνδρομος, ο καρκίνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > палиндромон
-
15 рак
[ράκ] ουσ. α (ιατρ.) καρκίνος -
16 рак
[ράκ] ουσ α (ιατρ) καρκίνος -
17 краб
-а α.κάβουρας, καβούρι, καρκίνος. -
18 палиндром
κ. палиндромон-а α. (φιλγ.) ο καρκίνος (που διαβάζεται το ίδιο από ττμ αρχή και από το τέλος: комок). -
19 Crab
subs.Ar. and P. καρκίνος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Crab
-
20 nowotwór
1) καρκίνος2) όγκος
См. также в других словарях:
Καρκίνος — crab masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνος — crab masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
καρκίνος — ο 1. κάβουρας: Βαδίζει σαν καρκίνος. 2. κακοήθης όγκος: Τον έστειλαν στην Αμερική για να θεραπευτεί από τον καρκίνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐν γὰρ ἀμηχανίῃ καὶ Καρκίνος ἔμμορε τιμῆς. — Ἐν γὰρ ἀμηχανίῃ καὶ Κ(κ)αρκίνος ἔμμορε τιμῆς. См. На безрыбьи и рак рыба … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
καρκίνω — καρκίνος crab masc nom/voc/acc dual καρκίνος crab masc gen sg (doric aeolic) καρκίνος crab neut nom/voc/acc dual καρκίνος crab neut gen sg (doric aeolic) καρκινόω make crab like pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) καρκινόω make crab like… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνοιο — καρκίνος crab masc gen sg (epic) καρκίνος crab neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνοις — καρκίνος crab masc dat pl καρκίνος crab neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνοισι — καρκίνος crab masc dat pl (epic ionic aeolic) καρκίνος crab neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνον — καρκίνος crab masc acc sg καρκίνος crab neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνου — καρκίνος crab masc gen sg καρκίνος crab neut gen sg καρκινόω make crab like pres imperat act 2nd sg καρκινόω make crab like imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)