-
1 ποδ-ήνεμος
ποδ-ήνεμος, sturmfüßig, schnell wie der Sturmwind; als Beiwort der Iris häufig in der Il., nie in der Od.; in der Form ποδάνεμοι καρκίνοι Crates bei Ath. III, 117 b.
-
2 στρόβῑλος
στρόβῑλος, ὁ, ein jeder gedrehte, gerundete od. sich drehende Körper, Kreisel, ὡς οἵ γε στρόβιλοι ὅλοι ἑστᾶσί τε ἅμα καὶ κινοῠνται, Plat. Rep. IV, 436 d u. Andere; so auch wohl Ar. Pax 829 zu nehmen: εὐδαιμονέστερος φανεὶς τῶν Καρκίνου στροβίλων, komisch, die Söhne des Karkinus, welche Brummkreisel sind, wahrscheinlich Tänzer, od. nach den Schol. διὰ τὸ τραχὺ τοῠ σώματος ἢ πρὸς τὸ τοῠ Καρκίνου ὄνομα παίζων· ὀστρακόδερμοι γὰρ οἱ καρκίνοι καϑάπερ καὶ οἱ στρόβιλοι, τοὐτέστιν οἱ κοχλίαι ἢ οἱ ϑαλάττιοι κήρυκες, also auch eine Schneckenart; – Ion bei Ath. III, 91 e sagt vom Igel στρόβιλος ἀμφ' ἄκανϑαν εἱλίξας δέμας κεῖται. – Wirbel, Strudel, bes. ein Wirbelwind mit dem Zuge nach oben, B. A. 302; Arist. de mundo 4, 15; vgl. Luc. Tox. 19; Ael. H. A. 15, 2. – Ein Tanz, wahrscheinlich eine Art Walzer, VLL.: vgl. Ath. XIV, 630 a. – Fichten- od. Tannenzapfen, Zirbelnuß, Lob. Phryn. 387; eine Art Fichte od. Kiefer selbst, Geopon.; Plut. qu. graec. 3, 2. 5, 3. – Auch ein kegelförmiger Ohrenschmuck. – [Ι, in der Regel lang, ist Crinag. 6 (VI, 232) kurz gebraucht.]
-
3 βλαισός
βλαισός, auswärts gebogen, von Füßen, Galen. καλῶ βλαισὸν μὲν τὸ ἐπὶ τὸ ἐκτὸς ῥέπον, ῥαιβὸν δὲ τὸ ἐπὶ τἀναντία; Arist. Probl. 14, 4; Xen. Equ. 1, 3; καρκίνοι Batrach. 298; übh. gekrümmt, sich ringelnd, κισσός Simm. 1 (VII, 21); πλατάνιστος, nach allen Seiten seine Zweige verbreitend, Mel. 1, 17 (IV, 1). Bei Arist. H. A. 9, 40 sind τὰ βλαισὰ τῶν ὀπισϑίων der auswärts gebogene Theil der Hinterfüße der Bienen, an dem sie Wachs eintragen; vgl. Poll. 5, 70; Medic. von gichtisch gekrümmten, gelähmten Gliedern.
См. также в других словарях:
Καρκίνοι — Καρκίνος crab masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνοι — καρκίνος crab masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Palindrome — Palindromes redirects here. For the film, see Palindromes (film). See also: Constrained writing A palindrome is a word, phrase, number, or other sequence of units that can be read the same way in either direction, with general allowances for… … Wikipedia
CABIRI vel CABERI — CABIRI, vel CABERI Dii Phaenicum, qui Beryti maxime colebantur. Sanchoniathon apud Euseb. l. 1. Praep. Euang. Καὶ ἐτὶ τούτοις ὁ Κ???όνος Βυβλον μὲν τὴν πόλιν θεᾷ Βααλθίδι τῇ καὶ Διώνῃ διδωσι. Βηρυτὸν δὲ Ποσειδῶνι, καὶ Καβείροις.. Damascius apud… … Hofmann J. Lexicon universale
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
νωτάκμων — νωτάκμων, ονος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει θωρακισμένα τα νώτα του («νωτάκμονες... καρκίνοι», Βατραχομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + ἄκμων «σιδερένια βάση, αμόνι»] … Dictionary of Greek
καβούρια — Καρκινοειδή μαλακόστρακα (καρκίνοι) της μεγάλης υπόταξης των βραχυούρων, της τάξης των δεκαπόδων. Ο κεφαλοθώρακας των αρθροπόδων αυτών είναι αρκετά ανεπτυγμένος και έχει πολυγωνικό ή στρογγυλό σχήμα, ανάλογα με το είδος. Το κοιλιακό τμήμα είναι… … Dictionary of Greek
λεμφώματα — Κακοήθη νεοπλάσματα (καρκίνοι) του λεμφικού ιστού. Ταξινομούνται ανάλογα με την ιστολογική τους εικόνα. Ο πιο συνηθισμένος τύπος λ. σε νέους ανθρώπους είναι η νόσος του Hodgkin. Όλοι οι υπόλοιποι κακοήθεις όγκοι του λεμφικού ιστού είναι γνωστοί… … Dictionary of Greek