Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καρκίνοι

См. также в других словарях:

  • Καρκίνοι — Καρκίνος crab masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρκίνοι — καρκίνος crab masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Palindrome — Palindromes redirects here. For the film, see Palindromes (film). See also: Constrained writing A palindrome is a word, phrase, number, or other sequence of units that can be read the same way in either direction, with general allowances for… …   Wikipedia

  • CABIRI vel CABERI — CABIRI, vel CABERI Dii Phaenicum, qui Beryti maxime colebantur. Sanchoniathon apud Euseb. l. 1. Praep. Euang. Καὶ ἐτὶ τούτοις ὁ Κ???όνος Βυβλον μὲν τὴν πόλιν θεᾷ Βααλθίδι τῇ καὶ Διώνῃ διδωσι. Βηρυτὸν δὲ Ποσειδῶνι, καὶ Καβείροις.. Damascius apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • νωτάκμων — νωτάκμων, ονος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει θωρακισμένα τα νώτα του («νωτάκμονες... καρκίνοι», Βατραχομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + ἄκμων «σιδερένια βάση, αμόνι»] …   Dictionary of Greek

  • καβούρια — Καρκινοειδή μαλακόστρακα (καρκίνοι) της μεγάλης υπόταξης των βραχυούρων, της τάξης των δεκαπόδων. Ο κεφαλοθώρακας των αρθροπόδων αυτών είναι αρκετά ανεπτυγμένος και έχει πολυγωνικό ή στρογγυλό σχήμα, ανάλογα με το είδος. Το κοιλιακό τμήμα είναι… …   Dictionary of Greek

  • λεμφώματα — Κακοήθη νεοπλάσματα (καρκίνοι) του λεμφικού ιστού. Ταξινομούνται ανάλογα με την ιστολογική τους εικόνα. Ο πιο συνηθισμένος τύπος λ. σε νέους ανθρώπους είναι η νόσος του Hodgkin. Όλοι οι υπόλοιποι κακοήθεις όγκοι του λεμφικού ιστού είναι γνωστοί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»