-
1 καρη-κομόωντες
καρη-κομόωντες, οἱ, die Hauptbehaarten, Hauptumlockten, Ἀχαιοί, Hom. oft, die ihr Haar am ganzen Kopfe wachsen ließen, während die Abanten das Haar nur am Hinterkopfe stehen ließen, ὄπιϑεν κομόωντες; καρ. ἑταῖροι Odyss. 2, 408; Matro bei Ath. IV, 135 a ἐχίνους καρηκομόωντας ἀκάνϑαις. Das Verbum καρηκομάω kommt nicht vor.
См. также в других словарях:
καρηκομόωντες — οι (Α καρηκομόωντες και κάρη κομόωντες) νεοελλ. ειρωνική λόγια απόδοση τού «μαλλιαροί», δηλ. δημοτικιστές αρχ. (στον Όμ. μτχ. τού άχρ. ρ. καρηκομάω) 1. (για τους Αχαιούς) αυτοί που έχουν μακριά και πυκνή κόμη 2. μτφ. κωμ. επίθ. για τους αχινούς,… … Dictionary of Greek