Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καρηκομάω

См. также в других словарях:

  • καρηκομόωντες — οι (Α καρηκομόωντες και κάρη κομόωντες) νεοελλ. ειρωνική λόγια απόδοση τού «μαλλιαροί», δηλ. δημοτικιστές αρχ. (στον Όμ. μτχ. τού άχρ. ρ. καρηκομάω) 1. (για τους Αχαιούς) αυτοί που έχουν μακριά και πυκνή κόμη 2. μτφ. κωμ. επίθ. για τους αχινούς,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»