-
1 καρδιαλγέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρδιαλγέω
-
2 καρδιαλγής
καρδῐαλγ-ής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρδιαλγής
-
3 καρδιαλγία
καρδῐαλγ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρδιαλγία
-
4 καρδιαλγικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρδιαλγικός
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский