-
1 καρδιαλγής
καρδιαλγήςsuffering from heartburn: masc /fem nom sg -
2 καρδιαλγής
ης, ες1) сердечный (о больном); 2) перен. находящийся в глубоком трауре -
3 καρδιαλγής
καρδῐαλγ-ής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρδιαλγής
-
4 καρδιαλγής
καρδι-αλγής, ές, an Magenschmerzen leidend -
5 καρδιαλγέας
καρδιαλγήςsuffering from heartburn: masc /fem acc pl (epic ionic) -
6 καρδιαλγέες
καρδιαλγήςsuffering from heartburn: masc /fem nom /voc pl (epic ionic) -
7 καρδιαλγών
καρδιαλγέωsuffer from heartburn: pres part act masc nom sg (attic epic doric)καρδιαλγήςsuffering from heartburn: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric) -
8 καρδιαλγῶν
καρδιαλγέωsuffer from heartburn: pres part act masc nom sg (attic epic doric)καρδιαλγήςsuffering from heartburn: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric) -
9 καρδιακός
A of or belonging to the heart, πῦρ Rhet. ap. Eust.801.36: in Medic. sense,κ. πάθος Diog.Oen.66
;συγκοπαί Gal.8.302
;νόσος Alex.
Aphr. de An.98.23. Adv.- κῶς Gal.8.368
;κ. κινδυνεύειν S.E.P.1.84
.II of persons, suffering from heart disease, Archig. ap. Gal. 9.19; but prob. = καρδιαλγής, Dsc.1.112, Ath.1.10d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρδιακός
См. также в других словарях:
καρδιαλγής — suffering from heartburn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιαλγής — ές (Α καρδιαλγής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που έχει πόνους στην καρδιά, που πάσχει από καρδιαλγία, ο καρδιακός 2. μτφ. περίλυπος, βαθύτατα λυπημένος αρχ. αυτός που έχει πόνους στο στομάχι, ο στομαχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + αλγής (< ἄλγος),… … Dictionary of Greek
καρδιαλγέας — καρδιαλγής suffering from heartburn masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιαλγέες — καρδιαλγής suffering from heartburn masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής … Dictionary of Greek
καρδιαλγία — η (Α καρδιαλγία) [καρδιαλγής] νεοελλ. ιατρ. πόνος στην καρδιακή μοίρα τού στομάχου που εκδηλώνεται στο επιγάστριο ή πόνος στην καρδιακή χώρα, συχνά νευραλγικός αρχ. πόνος τού στομάχου … Dictionary of Greek
καρδιαλγώ — καρδιαλγῶ, έω (Α) [καρδιαλγής] υποφέρω από πύρωση τού στομάχου, από στομαχόπονο … Dictionary of Greek
καρδιαλγῶν — καρδιαλγέω suffer from heartburn pres part act masc nom sg (attic epic doric) καρδιαλγής suffering from heartburn masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)