Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καραβοκύρης

См. также в других словарях:

  • καραβοκύρης — ο (Μ καραβοκύρης και καραβοκύριος) κυβερνήτης πλοίου, πλοίαρχος, καπετάνιος νεοελλ. ιδιοκτήτης πλοίου, πλοιοκτήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κύριος (> κύρης), πρβλ. νοικο κύρης] …   Dictionary of Greek

  • καραβοκύρης — ο θηλ. ισσα ο κύριος του καραβιού, πλοίαρχος: Ο καλός καραβοκύρης στη φουρτούνα φαίνεται (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλεξανδράτος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Φωκάς. Καραβοκύρης από την Κεφαλονιά. Προσέφερε πολλά στον Αγώνα και κυρίως χρήματα και πολεμοφόδια για τα διάφορα εκστρατευτικά σώματα που συγκρότησαν κατά καιρούς οι Κεφαλλονίτες. 2. Νικόλαος. Καραβοκύρης από την… …   Dictionary of Greek

  • καράβι — Ονομασία διαφόρων μικρών νησιών της Ελλάδας. 1. Νησί της συστάδας των Οθωνών. 2. Νησί που βρίσκεται 3 χλμ. Ν του ακρωτηρίου Κεφάλι της Κέρκυρας. Από μακριά μοιάζει με καράβι που τραβά τη βάρκα του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • Αϊνίτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ιωάννης. Καραβοκύρης από τον Αίνο. Πρoσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον πρώτο χρόνο του Αγώνα. 2. Μανόλης. Γεννήθηκε στη Θράκη. Υπηρέτησε στον τακτικό στρατό. Σκοτώθηκε στη μάχη του Χαϊδαρίου τον Αύγουστο του 1826 …   Dictionary of Greek

  • Αλεξανδρής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Γεννήθηκε στις Σπέτσες. Υπηρέτησε ναύκληρος σε διάφορα πλοία καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Το πλοίο του κατέστρεψε μια τουρκική κανονιοφόρο και συνέλαβε αρματωμένη μια άλλη. Ανδραγάθησε στην καταστροφή… …   Dictionary of Greek

  • Αλευριώτης, Θεόδωρος — (τέλη 18ου αι. – 1818)Υδραίος καραβοκύρης. Για την πατριωτική του δράση διώχθηκε από τους Τούρκους, που δήμευσαν το πλοίο του. Συνέχισε ωστόσο τη δράση του ως κυβερνήτης σε διάφορα υδραίικα πλοία …   Dictionary of Greek

  • Καλαφάτης, Δανιήλ — (; – 1586). Κρητικός καραβοκύρης. Υπηρέτησε με το πλοίο του υπό τις διαταγές του Δον Ιωάννη του Αυστριακού και διακρίθηκε στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Αργότερα πήρε μέρος στο επαναστατικό κίνημα των Μελισσηνών της Πελοποννήσου. Σκοτώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • πλοιοκτήτης — ο θηλ. τρια ο ιδιοκτήτης πλοίου ή πλοίων, ο καραβοκύρης: Η πλοιοκτήτρια εταιρεία ανακοίνωσε όλα τα ονόματα των ναυτών που χάθηκαν στο ναυάγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»