-
1 καππυριζω
v. l. *καταπυρίζω воспламеняться, загораться(λακεῖ καππυρίσασα Theocr. - v. l. λᾶκον ἔκπυρος ᾆσε)
См. также в других словарях:
καμπυρίζω — (Α) καίω, πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπ πυρίζω < κατα πυρίζω] … Dictionary of Greek