-
1 καπυριστών
-
2 καπυριστῶν
См. также в других словарях:
καπυριστῶν — καπυριστής debauchee masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπυριστής — καπυριστής, ὁ (Α) [καπυρίζω] ασελγής, ακόλαστος («τρυφηλῶν ἀνθρώπων καπυριστῶν», Στράβ.) … Dictionary of Greek