-
1 κάπραινα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάπραινα
-
2 καπράω
καπρ-άω, of sows, -
3 κάπρειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάπρειος
-
4 καπρία
-
5 καπριάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπριάω
-
6 καπρίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπρίδιον
-
7 καπρίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπρίζω
-
8 καπρίολος
A furcilla, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπρίολος
-
9 κάπριος
II Adj. κάπριος, ον, = κάπρειος, like a wild boar,καπρίους ἔχειν τὰς πρῴρας Hdt.3.59
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάπριος
-
10 καπρίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπρίσκος
-
11 καπρών
-
12 καπρῴζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπρῴζομαι
-
13 норовистый
επ., βρ: -вист, -а, -о (απλ.) καπρ ιτσόζ ικος. -
14 своенравный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноιδιότροπος, παράξενος, αλλόκοτος• καπρ ιτσό-ζικος•своенравный характер ιδιότροπος χαρακτήρας•
человек ιδιότροπος άνθρωπος.
-
15 упрямец
-мца α.-мица, -ы θ.πεισματάρης-а, πείσμονας, -η, ισχυρογνώμονας, -η, καπρ ιτσόζος, -α.
См. также в других словарях:
κανίδιον — κανίδιον, τὸ (Α) πάπ. 1. μικρό καλάθι, κάνιστρο 2. δοχείο που χρησιμοποιούσαν και ως μέτρο χωρητικότητας στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. καπρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
φλύκταινα — η, ΝΜΑ ιατρ. πρωτογενής στοιχειώδης βλάβη τού δέρματος, φυσαλλίδα που περιέχει πύον, κν. φουσκάλα νεοελλ. 1. (μεταλργ.) εξόγκωση στην επιφάνεια τών μετάλλων που οφείλεται σε διάρρηξη ή ανύψωση προκαλούμενη από αέρια, τα οποία παρέμειναν πολύ… … Dictionary of Greek