-
1 κάπρα
κάπρᾱ, καπράωwant the boar: pres imperat act 2nd sgκάπρᾱ, καπράωwant the boar: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 καπρά
καπράωwant the boar: pres subj mp 2nd sgκαπράωwant the boar: pres ind mp 2nd sg (epic)καπράωwant the boar: pres subj act 3rd sgκαπράωwant the boar: pres ind act 3rd sg (epic) -
3 καπρᾷ
καπράωwant the boar: pres subj mp 2nd sgκαπράωwant the boar: pres ind mp 2nd sg (epic)καπράωwant the boar: pres subj act 3rd sgκαπράωwant the boar: pres ind act 3rd sg (epic) -
4 κάπρα
-
5 κάπραν
κάπρᾱν, καπράωwant the boar: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)κάπρᾱν, καπράωwant the boar: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)κάπρᾱν, καπράωwant the boar: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)κάπρᾱν, καπράωwant the boar: imperf ind act 1st sg (attic) -
6 κάπρας
κάπρᾱς, καπράωwant the boar: pres ind act 2nd sg (attic)κάπρᾱς, καπράωwant the boar: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
7 καπράν
καπράωwant the boar: pres part act masc voc sg (doric aeolic)καπράωwant the boar: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)καπράωwant the boar: pres part act masc nom sg (doric aeolic)καπρᾶ̱ν, καπράωwant the boar: pres inf act (epic doric)καπράωwant the boar: pres inf act (attic doric) -
8 καπρᾶν
καπράωwant the boar: pres part act masc voc sg (doric aeolic)καπράωwant the boar: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)καπράωwant the boar: pres part act masc nom sg (doric aeolic)καπρᾶ̱ν, καπράωwant the boar: pres inf act (epic doric)καπράωwant the boar: pres inf act (attic doric)
См. также в других словарях:
κάπρα — κάπρᾱ , καπράω want the boar pres imperat act 2nd sg κάπρᾱ , καπράω want the boar imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάπρα, Φρανκ — (FrankCapra, Παλέρμο 1897 – 1991). Αμερικανός σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου, ιταλικής καταγωγής. Μετανάστευσε στις ΗΠΑ σε μικρή ηλικία, σπούδασε χημικός μηχανικός και έπειτα από περιπέτειες κατέληξε στη σκηνοθεσία το 1926,… … Dictionary of Greek
καπρᾷ — καπράω want the boar pres subj mp 2nd sg καπράω want the boar pres ind mp 2nd sg (epic) καπράω want the boar pres subj act 3rd sg καπράω want the boar pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπραν — κάπρᾱν , καπράω want the boar imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κάπρᾱν , καπράω want the boar imperf ind act 1st sg (doric aeolic) κάπρᾱν , καπράω want the boar imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) κάπρᾱν , καπράω want the boar… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπρας — κάπρᾱς , καπράω want the boar pres ind act 2nd sg (attic) κάπρᾱς , καπράω want the boar imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολμπέρ, Κλοντέτ — (Claudette Colbert, Παρίσι 1905 – 2000). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού του κινηματογράφου Λίλι Κλοντέτ Σοσουάν (Lily Claudette Chauchoin). Η οικογένειά της μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1910 και η Κ. εμφανίστηκε στο Μπρόντγουεϊ το… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μανζού, Αντόλφ — (Adolphe Menjou, Πίτσμπουργκ 1890 – Μπέβερλι Χιλς, Καλιφόρνια 1963). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Έγινε γνωστό αμέσως μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, δημιουργώντας τον ρόλο του κομψότατου bon viveur, του τυχοδιώκτη υψηλής κλάσεως, με… … Dictionary of Greek
Παλάντιο, Αντρέα ντι Πιέτρο — (Andrea di Pietro, detto Il Palladio, Πάντοβα 1508 – Bιτσέντσα 1580). Αρχιτέκτονας και θεωρητικός της ιταλικής Αναγέννησης. Το 1533 ο κόμης του Τρισίνο, ενθουσιώδης οπαδός του Βιτρουβίου, αποφασίζει να επισκευάσει το μέγαρο Κρίκολι· ανάμεσα στους … Dictionary of Greek
Φορντ, Τζον — (Ford, Κέιπ Ελίζαμπεθ 1895 – Καλιφόρνια 1973). Ψευδώνυμο του Sean Aloysius Feeney. Αμερικανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Άρχισε την κινηματογραφική του σταδιοδρομία το 1914, όταν πήγε στο Χόλιγουντ για να συναντήσει εκεί τον μεγαλύτερο αδελφό … Dictionary of Greek