См. также в других словарях:
ομφακομελίτης — ὀμφακομελίτης, ὁ (Μ) το ομφακόμελι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφακόμελι + κατάλ. ίτης (πρβλ. καπν ίτης, σταφυλ ίτης)] … Dictionary of Greek
ομφακομελίτης — ὀμφακομελίτης, ὁ (Μ) το ομφακόμελι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφακόμελι + κατάλ. ίτης (πρβλ. καπν ίτης, σταφυλ ίτης)] … Dictionary of Greek