Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καπνο-δόχη

См. также в других словарях:

  • ιλυοδόχη — η στόμιο υπονόμου ή οχετού το οποίο βρίσκεται στα άκρα τών πεζοδρομίων και χρησιμεύει για να συγκεντρώνει τα νερά τών βροχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, ύος + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόχη, καπνο δόχη] …   Dictionary of Greek

  • κομβιοδόχη — η κουμπότρυπα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομβίον + δόχη (< δέχομαι*), πρβλ. καπνο δόχη, τεφρο δόχη. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. τ. boutonniere και μαρτυρείται από το 1858 στο περιοδικό σύγγραμμα Νέα Πανδώρα] …   Dictionary of Greek

  • κριοδόχη — κριοδόχη, ἡ (Α) το ξύλινο πλαίσιο τού πολιορκητικού κριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, ουρο δόχη] …   Dictionary of Greek

  • κυμινοδόχη — κυμινοδόχη, ἡ (Α) κυμινοδόκον*, θήκη για κύμινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, κυσο δόχη] …   Dictionary of Greek

  • κυσοδόχη — κυσοδόχη, ἡ (Α) είδος ξύλινου δεσμού ή βασανιστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. ιο δόχη, καπνο δόχη] …   Dictionary of Greek

  • λιποδόχη — η αγγείο για λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, τεφρο δόχη] …   Dictionary of Greek

  • μαστιγοδόχη — η σωληνωτή υποδοχή που βρίσκεται στο δεξιό μέρος τής άμαξας για να τοποθετεί ο αμαξηλάτης το μαστίγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιγα + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, πυριτο δόχη] …   Dictionary of Greek

  • οβελοδόχη — η εγκοπή στα παλαιότερων εποχών τυφέκια όπου προσαρμόζεται ο οβελός, δηλ. η ράβδος εσωτερικού καθαρισμού ή γόμωσης τού όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάστηκε προς απόδοση τού γαλλ. porte baguette < ὀβελός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, ουρο… …   Dictionary of Greek

  • νηοδόκη — και νηοδόχη, η μικρό τεχνητό λιμάνι στην είσοδο τού κύριου λιμένα, για προσωρινή παραμονή πλοίου και, μερικές φορές, για φορτοεκφόρτωσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + δόκη / δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, λογχο δόκη] …   Dictionary of Greek

  • ουροδόχη — η (Α οὐροδόχη και οὐροδόκη) το ουροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη] …   Dictionary of Greek

  • πυριτοδόχη — η, Ν στρ. το τμήμα τής κάννης τών εμπροσθογεμών όπλων, στο οποίο γινόταν η ανάφλεξη τής πυρίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτις / ίτιδα + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. πυριτοδόχαι, μαρτυρείται από το 1858 στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»