-
1 καπνο-δόχη
καπνο-δόχη, ἡ, Rauchfang, meist eine Oeffnung im Dache des Gebäudes, durch welche der Rauch hinauszieht u. die Sonne auf den Boden scheint, Galen.; vgl. καπνοδόκη.
-
2 καπνοδόκη
καπνο-δόκη, ἡ, prop.A smoke-receiver, i.e. hole in the roof for the smoke to pass through, Hdt.4.103, 8.137, Pherecr.141, Eup.133:—later [suff] καπνο-δόχη LXX Ho.13.3 codd. AQ, Luc.Icar.13, Gal.2.727.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπνοδόκη
-
3 καπνοδόχη
καπνο-δόχη, ἡ, Rauchfang, meist eine Öffnung im Dache des Gebäudes, durch welche der Rauch hinauszieht u. die Sonne auf den Boden scheint
См. также в других словарях:
ιλυοδόχη — η στόμιο υπονόμου ή οχετού το οποίο βρίσκεται στα άκρα τών πεζοδρομίων και χρησιμεύει για να συγκεντρώνει τα νερά τών βροχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, ύος + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόχη, καπνο δόχη] … Dictionary of Greek
κομβιοδόχη — η κουμπότρυπα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομβίον + δόχη (< δέχομαι*), πρβλ. καπνο δόχη, τεφρο δόχη. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. τ. boutonniere και μαρτυρείται από το 1858 στο περιοδικό σύγγραμμα Νέα Πανδώρα] … Dictionary of Greek
κριοδόχη — κριοδόχη, ἡ (Α) το ξύλινο πλαίσιο τού πολιορκητικού κριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, ουρο δόχη] … Dictionary of Greek
κυμινοδόχη — κυμινοδόχη, ἡ (Α) κυμινοδόκον*, θήκη για κύμινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, κυσο δόχη] … Dictionary of Greek
κυσοδόχη — κυσοδόχη, ἡ (Α) είδος ξύλινου δεσμού ή βασανιστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. ιο δόχη, καπνο δόχη] … Dictionary of Greek
λιποδόχη — η αγγείο για λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, τεφρο δόχη] … Dictionary of Greek
μαστιγοδόχη — η σωληνωτή υποδοχή που βρίσκεται στο δεξιό μέρος τής άμαξας για να τοποθετεί ο αμαξηλάτης το μαστίγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιγα + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, πυριτο δόχη] … Dictionary of Greek
οβελοδόχη — η εγκοπή στα παλαιότερων εποχών τυφέκια όπου προσαρμόζεται ο οβελός, δηλ. η ράβδος εσωτερικού καθαρισμού ή γόμωσης τού όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάστηκε προς απόδοση τού γαλλ. porte baguette < ὀβελός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, ουρο… … Dictionary of Greek
νηοδόκη — και νηοδόχη, η μικρό τεχνητό λιμάνι στην είσοδο τού κύριου λιμένα, για προσωρινή παραμονή πλοίου και, μερικές φορές, για φορτοεκφόρτωσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + δόκη / δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, λογχο δόκη] … Dictionary of Greek
ουροδόχη — η (Α οὐροδόχη και οὐροδόκη) το ουροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη] … Dictionary of Greek
πυριτοδόχη — η, Ν στρ. το τμήμα τής κάννης τών εμπροσθογεμών όπλων, στο οποίο γινόταν η ανάφλεξη τής πυρίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτις / ίτιδα + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. πυριτοδόχαι, μαρτυρείται από το 1858 στο… … Dictionary of Greek