-
1 καπηλείαι
-
2 καπηλεῖαι
См. также в других словарях:
καπηλεῖαι — καπηλεία retail trade fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 καπηλείαι
2 καπηλεῖαι
καπηλεῖαι — καπηλεία retail trade fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)