Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καπίστριον

См. также в других словарях:

  • καπίστριον — halter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπιστρίων — καπίστριον halter neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπίστρια — καπίστριον halter neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπίστρι — το (AM καπίστριον) είδος χαλινού υποζυγίων χωρίς χαβιά, η φορβειά νεοελλ. φρ. 1. «έβαλε καπίστρι» παντρεύτηκε 2. «τόν σέρνει από το καπίστρι» τού έχει επιβληθεί τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπίστριον είναι υποκορ. ενός αμάρτυρου τ. κάπιστρον (< λατ …   Dictionary of Greek

  • λωροκάπιστρον — λωροκάπιστρον, τὸ (Α) δερμάτινο καπίστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῶρον, λῶρα + καπίστριον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»