-
1 καπίστριον
καπίστριον, τό, Pferdefutter, Suid.; Eselsfutter, Hesych.; übh. Viehfutter, E. M. Vgl. καπητόν.
-
2 καπίστριον
καπίστριονhalter: neut nom /voc /acc sg -
3 καπίστριον
καπίστριον, τό,A halter, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπίστριον
-
4 καπίστριον
καπίστριον, τό, Pferdefutter; Eselsfutter; übh. Viehfutter -
5 καπιστρίων
καπίστριονhalter: neut gen pl -
6 καπίστρια
καπίστριονhalter: neut nom /voc /acc pl -
7 καπητόν
καπητόν, τό (vgl. κάπη), Viehfutter, Hesych.; vgl. capitum, Ammian. Marcell. 22, 4 u. unten καπίστριον.
См. также в других словарях:
καπίστριον — halter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπιστρίων — καπίστριον halter neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπίστρια — καπίστριον halter neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπίστρι — το (AM καπίστριον) είδος χαλινού υποζυγίων χωρίς χαβιά, η φορβειά νεοελλ. φρ. 1. «έβαλε καπίστρι» παντρεύτηκε 2. «τόν σέρνει από το καπίστρι» τού έχει επιβληθεί τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπίστριον είναι υποκορ. ενός αμάρτυρου τ. κάπιστρον (< λατ … Dictionary of Greek
λωροκάπιστρον — λωροκάπιστρον, τὸ (Α) δερμάτινο καπίστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῶρον, λῶρα + καπίστριον] … Dictionary of Greek