Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κανονίς

См. также в других словарях:

  • κανονίς — κανονίς, ίδος, ἡ (Α) 1. μικρός χάρακας 2. σανίδα πάνω στην οποία τοποθετούσαν κατά σειρά τα πινάκια τών ηλιαστών που έβγαιναν από την κληρωτίδα 3. στον πληθ. αἱ κανονίδες οι εγκάρσιες ράβδοι που χρησιμοποιούνταν για τον ευθειασμό τών μηχανών.… …   Dictionary of Greek

  • κανονίς — ruler fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονίδα — κανονίς ruler fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονίδας — κανονίς ruler fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονίδες — κανονίς ruler fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονίδων — κανονίς ruler fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CANON — I. CANON Graece Κανὼν, regula, ad quam praeducebantur lineae. Epigrammata dedicatoria, ἀπὸ ταχυγράφων: Καὶ κανόνα γραμμῆς ἰθυπόρου ταμίην: dirigentem videl. stilum ferreum vel plumbum, ut lineae, quibus scriptura instaret, rectitudinem haberent… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • REGULA — I. REGULA Graece Κανὼν, apud Papin, Statium, thebaid. l. 6. v. 593. ubi de Cursus certamine: Iam ruit atque aequum summisit regula limen, Corripuêre leves spatium rectus est vectis, qui demissus transversim eô locô, quô procursuri constiterant,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»