-
1 κανονίας
-
2 κανονίας
κανονίας, ὁ, ein Mensch, wie ein Rohr gewachsen, od. nach der Richtschnur gebaut, lang u. schlank
См. также в других словарях:
κανονίας — κανονίας, ὁ (Α) άνθρωπος λεπτός και ψηλός, με ευθυτενές ανάστημα, ευθύς σαν κανόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, όνος + κατάλ. ίας*, πρβλ. αισθηματ ίας, εγκληματ ίας] … Dictionary of Greek
κανονίαι — κανονίας one as straight as a masc nom/voc pl κανονίᾱͅ , κανονίας one as straight as a masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek
κανονίου — κανόνιον small bar neut gen sg κανονίας one as straight as a masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)