-
1 κανηφόρω
-
2 κανηφόρῳ
-
3 κανηφόρωι
κανηφόρῳ, κανήφοροςcarrying a basket: masc /fem /neut dat sgκανηφόρῳ, κανηφόροςmasc /fem /neut dat sg
См. также в других словарях:
κανηφορώ — κανηφορῶ, έω (Α) [κανηφόρος] εκτελώ κανηφορία, φέρω πάνω στο κεφάλι τα ιερά κάνιστρα σε εορταστική πομπή («ἔμελλε γὰρ τῷ Διὶ τῷ βασιλεῑ κανηφορεῑν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κανηφόρῳ — κανήφορος carrying a basket masc/fem/neut dat sg κανηφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανηφόρωι — κανηφόρῳ , κανήφορος carrying a basket masc/fem/neut dat sg κανηφόρῳ , κανηφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκανηφορώ — έω, Α κανηφορώ* μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κανηφορῶ «φέρω πάνω στο κεφάλι τα ιερά κάνιστρα σε εορταστική πομπή»] … Dictionary of Greek
κανηφορία — κανηφορία, ἡ (Α) [κανηφορώ] η μεταφορά, πάνω στο κεφάλι, τών ιερών κανίστρων σε εορταστική πομπή από τις κανηφόρους, το έργο τών κανηφόρων παρθένων … Dictionary of Greek