-
1 κανδύταλις
A clothes-press, Maced. word in Diph.40, Men.82: [full] κανδύλη or [full] κανδυτάνη, Hsch.: pl. [full] κανδύτανες prob. in Ael.NA17.17, cf. Poll.7.79, Phot. (who also explains it as a kind of fish, or = αἰδοῖον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανδύταλις
См. также в других словарях:
κανδυτάνη — κανδυτάνη, ἡ (Α) ερμάρι για φύλαξη ρούχων, ιματιοθήκη, ντουλάπα, αλλ. κανδύλη, κανδύταλις. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που ο αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν περσικής προελεύσεως και συνέδεαν με το κάνδυς*] … Dictionary of Greek
κανδύλη — κανδύλη, ἡ (Α) η κανδυτάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού κανδυτάνη*] … Dictionary of Greek
κανδύταλις — κανδύταλις, ιδος, ὁ (Α) κανδυτάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τών κανδυτάνη*, κανδύλη και πιθ. προϊόν συμφυρμού τους] … Dictionary of Greek