Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κανδυτάνη

См. также в других словарях:

  • κανδυτάνη — κανδυτάνη, ἡ (Α) ερμάρι για φύλαξη ρούχων, ιματιοθήκη, ντουλάπα, αλλ. κανδύλη, κανδύταλις. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που ο αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν περσικής προελεύσεως και συνέδεαν με το κάνδυς*] …   Dictionary of Greek

  • κανδύλη — κανδύλη, ἡ (Α) η κανδυτάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού κανδυτάνη*] …   Dictionary of Greek

  • κανδύταλις — κανδύταλις, ιδος, ὁ (Α) κανδυτάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τών κανδυτάνη*, κανδύλη και πιθ. προϊόν συμφυρμού τους] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»