-
1 κανδηλο-σβέστης
κανδηλο-σβέστης, ὁ, der das Licht, candela, auslöscht, Schol. Nic. Ther. 763.
-
2 κανδηλοσβέστης
κανδηλο-σβέστης, ὁ, der das Licht, candela, auslöscht
См. также в других словарях:
κηροσβέστης — και κεροσβήστης, ο εκκλησιαστικό σκεύος που χρησιμοποιείται για το σβήσιμο τών αναμμένων κεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + σβέστης (< σβέννυμι), πρβλ. κανδηλο σβέστης, πυρο σβέστης) … Dictionary of Greek