-
1 κανδήλη
κανδήλη, ἡ, Lat.A candela, candle, torch, Ath.15.701b:—hence [full] κανδηλο-σβέστης, ου, ὁ, fem. [suff] κᾰνᾰχ-σβέστρια, ἡ, moth, Sch.Nic.Th. 763, Sch.Opp.H.1.404.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανδήλη
-
2 κανδήλαις
κανδήληcandela: fem dat pl -
3 κανδήλα
κανδήλᾱ, κανδήληcandela: fem nom /voc /acc dualκανδήλᾱ, κανδήληcandela: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 κανδήλας
κανδήλᾱς, κανδήληcandela: fem acc plκανδήλᾱς, κανδήληcandela: fem gen sg (doric aeolic) -
5 κανδηλών
-
6 κανδηλῶν
-
7 κανδήλαν
κανδήλᾱν, κανδήληcandela: fem acc sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
κανδηλῶν — κανδήλη candela fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανδήλαις — κανδήλη candela fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Христоманос, Анастасиос — Анастасиос Христоманос греч. Αναστάσιος Χρηστομάνος Дата рождения: 8 марта 1841(1841 03 08) Ме … Википедия
κανδήλα — κανδήλᾱ , κανδήλη candela fem nom/voc/acc dual κανδήλᾱ , κανδήλη candela fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανδήλας — κανδήλᾱς , κανδήλη candela fem acc pl κανδήλᾱς , κανδήλη candela fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανδήλα — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 1.266 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 105 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου και κοντά στην αρχαία πόλη Αλύζεια.… … Dictionary of Greek
καντήλα — η (Μ καντήλα και κανδήλα, Α κανδήλη) η κρεμαστή λυχνία που ανάβει με καντηλήθρα βουτηγμένη στο λάδι και χρησιμοποιείται στους ναούς και στα εικονοστάσια τών σπιτιών νεοελλ. 1. μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί 2. φουσκάλα τού δέρματος με πύο ή υγρό, που … Dictionary of Greek
κανδήλαν — κανδήλᾱν , κανδήλη candela fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)