Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καμάρωσις

См. также в других словарях:

  • καμάρωσις — building of a vault fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμαρώσεις — καμάρωσις building of a vault fem nom/voc pl (attic epic) καμάρωσις building of a vault fem nom/acc pl (attic) καμαρόω furnish with a vault aor subj act 2nd sg (epic) καμαρόω furnish with a vault fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάρωσιν — καμάρωσις building of a vault fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάρωση — η (Α καμάρωσις) [καμαρώ] νεοελλ. το καμάρωμα ή η περηφάνεια, η έπαρση αρχ. 1. κατασκευή καμάρας, αψίδωση 2. ιατρ. είδος αψιδωτής θραύσεως οστού («καμάρωσίς ἐστιν ὀστοῡ διακοπή... ἀνακεκλάσθαι ἐξ ἀμφοτέρων καὶ παραπλησίως καμάραις ἐσχηματίσθαι»,… …   Dictionary of Greek

  • καμαρώσεως — καμαρώσεω̆ς , καμάρωσις building of a vault fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»