Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καμάριον

См. также в других словарях:

  • καμάριον — καμάριον, τὸ (AM) [καμάρα] (υποκορ. τού καμάρα) μικρό δωμάτιο με καμάρες («κοιτὼν καμάρας ἔχων» «καμάριον δωμάτιον καμαρωτόν καὶ ὅλως ἡ καμάρα ἑλληνικὸν ὄνομα», Φώτ.) αρχ. 1. ιατρ. θάλαμος τού εγκεφάλου 2. μέρος πολεμικής μηχανής …   Dictionary of Greek

  • καμάριον — Papers of Amer. Sch.at Athens neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμαρίου — καμάριον Papers of Amer. Sch.at Athens neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάρια — καμάριον Papers of Amer. Sch.at Athens neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CAMELAUCIUM seu CAMELAUCUM — Macro est biretum Monachale Graecorum et Benedictinorum, cuius limbus binas appendices parabolicis figuris desinentes habet, quae faciei tempora contegunt; sed Benedictinorum sunt breviores. Suturae istiusmodi bireti in 4. partes aequales fiunt;… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • καμάρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός …   Dictionary of Greek

  • καμάρι — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 45 κάτ.) της Αμοργού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμοργού του νομού Κυκλάδων. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 670 μ., 325 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»