-
1 καμάκιον
-
2 καμάκιον
καμάκιονneut nom /voc /acc sg -
3 καμάκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμάκιον
-
4 καμακίδιον
καμακίδιον, τό, = καμάκιον, Eust.
-
5 κάμαξ
κάμαξ, - ακοςGrammatical information: f. (m.)Meaning: `pole to support the vine, bar, shaft of a spear' (Σ 563).Derivatives: καμάκιον (sch.), καμάκινος `made of one bar' (X.), καμακίας σῖτος `corn with too long stalk' (Thphr.; cf. Strömberg Theophrastea 91).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation like δόναξ, πῖναξ, κλῖμαξ etc. (Chantraine Formation 377ff.). Similar words for `bar, wood, stick etc.', all different, in several languages: Skt. śámyā `stock, nail', Av. simā `part of the harnass of the wagon for horses', Arm. sami-k` pl. `wood of the yoke', Germ., e. g. MHG hamel `bar, bobbin'. Cf. Bq. S. also καμασήν. Fur. 221 compares ἀμάκιον κάμαξ H. (with κ\/zero, 391).The suffix - ακ- is the most frequent suffix in Pre-Greek.Page in Frisk: 1,770Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάμαξ
См. также в других словарях:
καμάκιον — καμάκιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κάμαξ*), μικρός κάμαξ, καμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμαξ, ακος + υποκορ. κατάλ. ιον*] … Dictionary of Greek
καμάκιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμαξ — κάμαξ, ακος, ὁ, ἡ (AM) μσν. το οριζόντιο μακρύ ξύλο τού κλουβιού, πάνω στο οποίο κουρνιάζουν όρνιθες αρχ. 1. πάσσαλος στον οποίο στήριζαν τα κλήματα 2. κάθε μακρύ ξύλο, κοντάρι («ὁ κάμαξ πεύκης», Αισχύλ.) 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ὁ κάμαξ το … Dictionary of Greek
καμάκι — Σύνεργο ψαρέματος με μία ή περισσότερες μυτερές αιχμές, που αποτελείται από ένα ακόντιο με πτερύγια στην άκρη, τα οποία το εμποδίζουν να βγει από το σώμα στο οποίο καρφώθηκε. Κατά κανόνα το κ. συγκρατείται με σχοινί από φυτικές ίνες για να… … Dictionary of Greek