-
1 καμηλ-έμπορος
καμηλ-έμπορος, ὁ, der Kaufmann, der seine Waaren in Karavanen auf Kameelen fortführt, Strab. XVII, 815.
-
2 καμηλέμπορος
καμηλ-έμπορος, ὁ, der Kaufmann, der seine Waren in Karavanen auf Kamelen fortführt
См. также в других словарях:
χοιρέμπορος — ο, ΝΜΑ ζωέμπορος που εμπορεύεται χοίρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + ἔμπορος (πρβλ. καμηλ έμπορος)] … Dictionary of Greek
χοιριδιέμπορος — ὁ, Α χοιρέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοιρίδιον + ἔμπορος (πρβλ. καμηλ έμπορος)] … Dictionary of Greek