-
1 καματωδης
См. также в других словарях:
καματώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) καματώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) καματώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καματώδης — (I) καματώδης, ῶδες (Μ) υπερβολικά ζεστός, καυτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυματώδης (< καῦμα < καίω) με απλοποίηση τού συμφων. συμπλέγμ. vm σε m ]. (II) καματώδης, ες (Α) επίπονος, κοπιαστικός, οχληρός (α. «θέρεος καματώδεος», Ησίοδ. β.… … Dictionary of Greek
καματωδέστερον — καματώδης adverbial comp καματώδης masc acc comp sg καματώδης neut nom/voc/acc comp sg καματωδής adverbial comp καματωδής masc acc comp sg καματωδής neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καματώδει — καματώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) καματώδης masc/fem/neut dat sg καματώδεϊ , καματώδης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καματωδέστερα — καματώδης neut nom/voc/acc comp pl καματωδής neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καματωδέων — καματώδης masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) καματωδής masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καματώδεα — καματώδης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) καματώδης masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καματώδεις — καματώδης masc/fem acc pl καματώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καματώδεες — καματώδης masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καματώδεος — καματώδης masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καματώδους — καματώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)