-
1 καμασήνες
-
2 καμασῆνες
-
3 καμασῆνες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμασῆνες
-
4 καμασήνων
καμασῆνεςfish: masc gen pl -
5 καμασήνας
-
6 καμασῆνας
-
7 πολυσπερής
A wide-spread, spread over the earth,ἄνθρωποι Il.2.804
, Od.11.365; ;φήμη Theodect.16
;συνόδοντες Opp.H.3.577
; [dialect] Boeot. pl.πολουσπερίες Corinn.Supp.2.63
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυσπερής
См. также в других словарях:
καμασήνες — καμασῆνες, ήνων, οἱ (Α) 1. ονομασία των ψαριών 2. είδος ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε *κάμασος, που εμφανίζει επίθημα σος (πρβλ. κόμπα σος, πέτα σος). Ο τ. καμασῆνες συνδέεται πιθ. με λιθουαν. šāmas, λετον. sams, ρωσ. som και με τη λ.… … Dictionary of Greek
καμασῆνες — fish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμασῆνας — καμασῆνες fish masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμασήνων — καμασῆνες fish masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)