Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καμαρῶν

  • 1 καμαρών

    καμάρα
    anything with an arched cover: fem gen pl (ionic)
    καμαρός
    fem gen pl
    καμαρός
    masc /neut gen pl
    καμαρόω
    furnish with a vault: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    καμαρόω
    furnish with a vault: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    καμαρόω
    furnish with a vault: pres part act masc nom sg
    καμαρόω
    furnish with a vault: pres inf act (doric)

    Morphologia Graeca > καμαρών

  • 2 καμαρῶν

    καμάρα
    anything with an arched cover: fem gen pl (ionic)
    καμαρός
    fem gen pl
    καμαρός
    masc /neut gen pl
    καμαρόω
    furnish with a vault: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    καμαρόω
    furnish with a vault: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    καμαρόω
    furnish with a vault: pres part act masc nom sg
    καμαρόω
    furnish with a vault: pres inf act (doric)

    Morphologia Graeca > καμαρῶν

  • 3 καμάρων

    κάμαρος
    masc gen pl
    καμαρόω
    furnish with a vault: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    καμαρόω
    furnish with a vault: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > καμάρων

См. также в других словарях:

  • καμαρῶν — καμάρα anything with an arched cover fem gen pl (ionic) καμαρός fem gen pl καμαρός masc/neut gen pl καμαρόω furnish with a vault pres part act masc voc sg (doric aeolic) καμαρόω furnish with a vault pres part act neut nom/voc/acc sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάρων — κάμαρος masc gen pl καμαρόω furnish with a vault imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καμαρόω furnish with a vault imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καμαρών, σπήλαιο — Σπήλαιο της Κρήτης στον Ψηλορείτη, γνωστό επίσης με τις ονομασίες Μαυροσπηλιά, Σπηλιάρα ή Μαύρος Σπήλιος. Βρίσκεται στην τοποθεσία Μαύρη ή Σέλα του Διγενή, που προσεγγίζεται ύστερα από κουραστική πεζοπορία τριών ωρών από το χωριό Καμάρες του… …   Dictionary of Greek

  • Olympiakos Kamares — Football club infobox clubname = A.P.S. Olympiakos Kamares Α.Π.Σ. Ολυμπιακός Καμαρών APS Olympiakos Kamaron nickname = fullname = founded = 1991 ground = Kamares, Greece capacity = chairman = manager = league = EPS Achaia Second Division season …   Wikipedia

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • CAMERA — I. CAMERA Apostolica, Pontificis thesaurus est, et Patriarchium aliquando dicitur. Unde autem sumebat ea, quae ad usum sui corporis erant necessaria? Dicit Beatus manifeste de Patriarchio Romano, etc. Nescitis Ecclesiam Romanam? Dico enim vobis,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TROCHLEA — Graece τροχαλία, ad hauriendam e puteis aquam adhibita, occurit apud Pollucem, Εἰ δὲ καὶ ἐκ φρεάτων ἢ λάκκων τὸ ὕδωρ ἀπαντλεῖν δέοιτ᾿ ἂν, οἶμαι οκευῶν ἀντλητῆρες, ἀντλίας ἱμονίας, κάλου, χοινίου, κάδου, τροχαλίας: poliam vulgo Galli vocant, de… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Φαίστος — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… …   Dictionary of Greek

  • Φαιστός — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… …   Dictionary of Greek

  • καμαρωτικός — καμαρωτικός, ή, όν (Α [καμαρώ] αυτός που χρησιμοποιείται για την κατασκευή καμαρών, αψίδων, θόλων …   Dictionary of Greek

  • κυνάγχη — Φλεγμονή του βλεννογόνου του λεμφικού δακτυλίου του φάρυγγα και ιδιαίτερα των αμυγδαλών. Οφείλεται σε ποικιλία μικροβίων (πυογόνοι κόκκοι, με κυριότερο τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο) και ιών (ο ιός Epstein Barr, που προκαλεί μεταξύ άλλων και τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»