-
1 когда-нибудь
επίρ.κάποτε, καμιά φορά, μια μέρα, καμιά μέρα•когда-нибудь мы все умрём κάποτε όλοι εμείς θα πεθάνομε•
жили вы когда-нибудь в деревне? ζήσατε καμιά φορά στο χωριό;•
кончишь ли ты -? θα τελειώσεις καμιά φορά;•
придёшь ли ты когда-нибудь ко мне? θα έρθεις καμιά μέρα στο σπίτι μου;
-
2 как-нибудь
как-нибудь 1) κάπως κατά κάποιο τρόπο (каким-л. об разом)9 οπωσδήποτε (любым способом) 2) (когда-нибудь) καμιά φορά, κάποτε я \как-нибудь зайду καμιά φορά θα περάσω* * *1) κάπως· κατά κάποιο τρόπο (каким-л. образом); οπωσδήποτε ( любым способом)2) ( когда-нибудь) καμιά φορά, κάποτεя ка́к-нибудь зайду́ — καμία φορά θα περάσω
-
3 когда-либо
когда-либо, когда-нибудь 1) (в будущем) κάποτε, καμιά φορά \когда-либо поедем и мы κάποτε θα πάμε κι εμείς 2) (в прошлом) ποτέ, καμιά φορά вы \когда-либо были в Афинах? ήσαστε ποτέ στην Αθήνα;* * *= когда-нибудь1) ( в будущем) κάποτε, καμιά φοράкогда́-либо пое́дем и мы — κάποτε θα πάμε κι εμείς
2) ( в прошлом) ποτέ, καμιά φοράвы когда́-либо бы́ли в Афи́нах? — ήσαστε ποτέ στην Αθήνα
-
4 никакой
никакой κανένας; нет \никакойого сомнения δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία* у меня нет \никакоййх возражений δεν έχω καμιά αντίρρηση* * *нет никако́го сомне́ния — δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία
у меня́ нет никаки́х возраже́ний — δεν έχω καμιά αντίρρηση
-
5 вне
вне έξω, εκτός· \вне очереди χωρίς σειρά, αμέσως επιγόντως (срочно) \вне конкурса εκτός συναγωνισμού ◇ \вне себя έξω φρενών \вне всякого сомнения χωρίς καμιά αμφίβολα* \вне игры спорт, οφσάιντ* * *έξω, εκτόςвне о́череди — χωρίς σειρά, αμέσως; επιγόντως ( срочно)
вне ко́нкурса — εκτός συναγωνισμού
••вне себя́ — έξω φρενών
вне вся́кого сомне́ния — χωρίς καμιά αμφιβολία
вне игры́ — спорт. όφσαϊντ
-
6 иногда
-
7 иной
-
8 как-то
как-то 1) см. как-нибудь 1 2) (каким-то образом) κάπως, με κάποιο τρόπο я этого \как-то не заметил αυτό κάπως μου διέφυγε 3) (когда-то) κάποτε, καμιά μέρα \как-то раз μια φορά, μια μέρα 4) (α именно) δηλαδή* * *1) см. как-нибудь 1)2) ( каким-то образом) κάπως, με κάποιο τρόποя э́того ка́к-то не заме́тил — αυτό κάπως μου διέφυγε
3) ( когда-то) κάποτε, καμιά μέραка́к-то раз — μια φορά, μια μέρα
4) ( а именно) δηλαδή -
9 никто
I никто (никого, никому, никем, ни о ком) κανείς, κανένας· καμιά (о женщине)· \никто не приходил δεν ήρθε κανείς· \никто из нас... κανείς από μας· я никого не застал δε βρήκα κανένα* я ни к кому не обращался δεν αποτείθηκα σε κανένα* ни о ком не беспокойтесь μην ανησυχείτε για κανένα' он никем не был доволен δεν ήτανε ευχαριστημένος από κανένα II никто никому дат. л. от никто* * *(никого, никому, никем, ни о ком)κανείς, κανένας; καμιά ( о женщине)никто́ не приходи́л — δεν ήρθε κανείς
никто́ из нас… — κανείς από μας
я никого́ не заста́л — δε βρήκα κανένα
я ни к кому́ не обраща́лся — δεν αποτείθηκα σε κανένα
ни о ком не беспоко́йтесь — μην ανησυχείτε για κανένα
он нике́м не́ был дово́лен — δεν ήτανε ευχαριστημένος από κανένα
-
10 обстоятельство
обстоятельство с η περίσταση, η περίπτωση· \обстоятельствоа изменились η κατάσταση άλλαξε· по семейным \обстоятельствоам για οικογενειακούς λόγους· смотря по \обстоятельствоам κατά και τις περιστάσεις· ни при каких \обстоятельствоах σε καμιά περίπτωση* * *сη περίσταση, η περίπτωσηобстоя́тельства измени́лись — η κατάσταση άλλαξε
по семе́йным обстоя́тельствам — για οικογενειακούς λόγους
смотря́ по обстоя́тельствам — κατά και τις περιστάσεις
ни при каки́х обстоя́тельствах — σε καμιά περίπτωση
-
11 случай
случай м 1) (происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικό; несчастный το δυστύχημα 2) (обстоятельство) η περίπτωση· η ευκαιρία (возможность)· удобный \случай η ευκαιρία; упустить \случай χάνω την ευκαιρία; представился \случай παρουσιάστηκε η ευκαιρία; пользоваться \случайем επωφελούμαι την ευκαιρία 3) (случайность) η τύχη ◇ при \случайе, в \случайе, если... αν τυχόν, στην περίπτωση που...· ни в коем \случайе σε καμιά περίπτωση; на всякий \случай για κάθε ενδεχόμενο; по \случайю чего-л. με την ευκαιρία...· на \случай στην τύχη* * *м1) ( происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικόнесча́стный слу́чай — το δυστύχημα
2) ( обстоятельство) η περίπτωση; η ευκαιρία ( возможность)удо́бный слу́чай — η ευκαιρία
упусти́ть слу́чай — χάνω την ευκαιρία
предста́вился слу́чай — παρουσιάστηκε η ευκαιρία
по́льзоваться слу́чаем — επωφελούμαι την ευκαιρία
3) ( случайность) η τύχη••при слу́чае, в слу́чае, е́сли... — αν τυχόν, στην περίπτωση που…
ни в ко́ем слу́чае — σε καμιά περίπτωση
на вся́кий слу́чай — για κάθε ενδεχόμενο
по слу́чаю чего́-л. — με την ευκαιρία…
на слу́чай — στην τύχη
-
12 сомнение
сомнение с η αμφιβολία; без \сомнениея δίχως αμφιβολία; нет никакого \сомнениея... δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία...* * *сη αμφιβολίαбез сомне́ния — δίχως αμφιβολία
нет никако́го сомне́ния... — δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία...
-
13 когда-либо
когда||-либо, когда||-нибудьнареч1. (в будущем) κάποτε, καμιά φορά:придете ли вы \когда-либо-нибудь ко мне? θάρθετε ποτέ νά μέ δείτε·2. (в прошлом) ποτέ, καμιά φορά:слыхали ли вы э́то \когда-либонибудь? ἀκούσατε ποτέ τέτοιο πράμα; -
14 когда-нибудь
когда||-либо, когда||-нибудьнареч1. (в будущем) κάποτε, καμιά φορά:придете ли вы \когда-нибудь-нибудь ко мне? θάρθετε ποτέ νά μέ δείτε·2. (в прошлом) ποτέ, καμιά φορά:слыхали ли вы э́то \когда-нибудьнибудь? ἀκούσατε ποτέ τέτοιο πράμα; -
15 всякий
αντων. επιμεριστική.1. καθένας, καθείς, κάθε, οιοσδήποτε. || ουσ. ο καθένας.2. οιονδήποτε πράγμα, οτιδήποτε, ότι κι άν.3. (με την πρόθ. без) κανένας, καμιά, κανένα•без -ой жалости χωρίς κανένα οίκτο, ανελέητα•
без -го сомнения χωρίς καμιά αμφιβολία, αναμφίβολα.
εκφρ.- ая всячина – βλ. всячина•во -ом случае – εν πάση περιπτώσει• κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, περιστάσεις, ό,τι και να συμβεί, οπωσδήποτε•на всякий случай – για κάθε ενδεχόμενο, για καλό και για κακό•- го рода – κάθε λογής, λογής-λογής, κάθε είδους, παντοειδής. -
16 дёшево
επίρ.1. φτηνά•очень дёшево πάμφτηνα.
2. εύκολα, χωρίς δυσκολία•дёшево отделаться τη γλυτώνω φτηνά•
это вам дёшево не пройдт αυτό δε θα σας περάσει έτσι•
дёшево стоит δεν έχει καμιά σημασία•
дёшево и сердито εύκολα και καλά.
-
17 никакой
αντων. αρνητ.1. κανένας, ουδένας, μηδένας•нет- -ого сомнения καμιά απολύτως αμφιβολία (δεν υπάρχει)•
не имеешь -ого права δεν έχεις κανένα δικαίωμα•
нет -ой на-джды δεν υπάρχει καμιά ελπίδα•
-им образом με κανένα τρόπο, κατ ουδένα τρόπο.
2. καθόλου, τελείως όχι•никакой он не учный, а писатель δεν είναι καθόλου επιστήμονας, είναι συγγραφέας.
3. άχρηστος, τιποτένιος•родители хорошие, а ты никакой οι γονείς είναι καλοί, όμως εσύ τίποτε (χαμένο κορμί).
εκφρ.без -их! и (более) -их! – αναντίρρητα! -
18 никой
αντων. αρνητική: -им образом με κανένα τρόπο, επ ουδενί λόγω σε καμιά καμιά περ ίτΐτωση. -
19 нипочём
επίρ.1. για τίποτε• πάμφτηνα•он продал нипочём αυτός πούλησε πάμφτηνα.
2. ως κατηγ. δεν είναι τίποτε, είναι εύκολο ή παιγνίδι•всякий труд для них был нипочём οποιαδήποτε δουλειά γι αυτούς ήταν παιγνίδι•
ему нипочём со-лгить αυτός ψεύδεται χωρίς να ντρέπεται•
ему всё нипочём αυτός όλα τα θεωρεί για τίποτε.
3. σε καμιά περίπτωση, επ ουδενί λόγω•нипочём не допустим σε καμιά περίπτωση δε θα επιτρέψομε.
-
20 около
επίρ. κ. πρόθεση.1. επίρ. γύρω, ολόγυρα, περίγυρα, πέριξ. || δίπλα, κοντά σιμά, πλησίον.2. πρόθεση• περί, κατά, κοντά•около полуночи κατά τα μεσάνυχτα.
3. περίπου, σχεδόν, ως έγγιστα, πάνω—κάτω, γύρω, ίσαμε, καμιά•около десяти καμιά δεκαριά.
εκφρ.вокруг до около; кругом да около – απέξω-απέζω• ακροθιγώς (όχι στην ουσία)•кормиться (питать(ся) около кого – σιτίζομαι παρά κάποιου.
См. также в других словарях:
καμιά — και καμμία θηλ. τής αντων. κανείς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κανένας] … Dictionary of Greek
καμιά — θηλ. της αντων. κανείς (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανείς — καμία, κανέν(α) (Μ κανείς, καμία, κανέν) βλ. κανένας … Dictionary of Greek
κάνας — καμιά, κάνα βλ. κανείς … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κανένας — και κανείς, καμιά, κανένα (Μ κανείς, καμία, κανέν, αρσ. και κανένας και κιανείς και κιανένας, θηλ. και καμιά και κιαμιά, ουδ. και κανένα[ν] και κιανένα[ν]) 1. (με άρνηση) ούτε ένας, ουδείς («η πληγή δεν έχει κανέναν κίνδυνο») 2. κάποιος, ένας… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek